Emily Henry
Μεταφρασεις: Μιχάλης Δελέγκος, Νοέλα Ελιασά
Εκδόσεις Διόπτρα
Ακούστε το podcast εδώ
Στο προηγούμενο podcast είχα αναφέρει ότι η προσοχή μου είχε στραφεί προς την Emily Henry, και συγκεκριμένα στο βιβλίο της «Άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία». Ήταν ένα από εκείνα τα αναγνώσματα που σου αφήνουν την αίσθηση πως h συγγραφέας ξέρει πού σε πηγαίνει, υπήρχε αρχή, μέση και τέλος, οι χαρακτήρες ήταν δομημένοι και αληθινοί, η ιστορία είχε ρυθμό, και το χιούμορ της, έξυπνο και διακριτικό, λειτουργούσε σαν φρένο σε κάθε μελοδραματισμό. Δεν θα το έλεγα αριστούργημα, αλλά ήταν μια ευχάριστη, καλοδουλεμένη ανάγνωση που με κράτησε χωρίς να με κουράσει.
Ίσως γι’ αυτό να ήθελα να συνεχίσω να εξερευνώ το έργο της. Έκανα λοιπόν μια εντελώς τυχαία επιλογή άλλων δύο τίτλων «Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία» και «Μια αστεία ιστορία». Κι εδώ είναι που η αρχική συμπάθεια άρχισε να δοκιμάζεται. Ομολογώ ότι τα δύο αυτά βιβλία με ταλαιπώρησαν πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Οι ιστορίες τους έμοιαζαν να επαναλαμβάνονται ασταμάτητα, σαν να μην προχωρούσε τίποτα ουσιαστικά, μόνο λεπτομέρειες επί λεπτομερειών, σκέψεις επί σκέψεων, σελίδες που κυλούσαν ανακυκλώνοντας τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες ανασφάλειες. Η συγγραφέας φαινόταν να προσπαθεί να μας εξηγήσει μέχρι εξαντλήσεως τι κρυβόταν πίσω από τις αποφάσεις και τις αντιδράσεις των ηρώων της, με αποτέλεσμα να χαθεί η ζωντάνια και η αμεσότητα της αφήγησης.
Ιδίως στο «Μια αστεία ιστορία», πάλευα συνεχώς με την επιθυμία να το αφήσω στη μέση. Κι όμως, έμεινα γιατί υπάρχει πάντα εκείνη η μικρή φωνή του αναγνώστη που λέει «ίσως αλλάξει παρακάτω». Δεν άλλαξε. Τουλάχιστον για μένα, δεν άλλαξε τίποτα. Ένιωθα πως διαβάζω μια ιστορία χωρίς προσανατολισμό, χωρίς πυρήνα, σαν να είχε χαθεί η αφηγηματική πυξίδα κάπου ανάμεσα σε συναισθηματικές αναλύσεις και ρομαντικές αμηχανίες.
Φυσικά, όλα αυτά αφορούν καθαρά τη δική μου αναγνωστική εμπειρία, είναι θέμα προσωπικού γούστου και προσδοκιών. Για μένα, το «Άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία» παραμένει το πιο καλοδουλεμένο και ισορροπημένο από τα τρία. Είχε μια σαφή δομή, γήινους χαρακτήρες και την απαραίτητη αφήγηση που σε κρατάει χωρίς να σε εξαντλεί. Όσο για το αν θα συνεχίσω με άλλα βιβλία της Emily Henry; Ειλικρινά, δεν νομίζω. Έχω την αίσθηση ότι δεν ανήκει στις δικές μου προτιμήσεις, ούτε ως ύφος, ούτε ως τρόπος προσέγγισης της ιστορίας.
Ίσως κάποιος άλλος να βρίσκει σ’ αυτά τα βιβλία τη γοητεία της απλότητας και της συναισθηματικής επανάληψης. Εγώ, απλώς, δεν την βρήκα.
Κατερίνα Σαμψώνα
Στο προηγούμενο podcast είχα αναφέρει ότι η προσοχή μου είχε στραφεί προς την Emily Henry, και συγκεκριμένα στο βιβλίο της «Άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία». Ήταν ένα από εκείνα τα αναγνώσματα που σου αφήνουν την αίσθηση πως h συγγραφέας ξέρει πού σε πηγαίνει, υπήρχε αρχή, μέση και τέλος, οι χαρακτήρες ήταν δομημένοι και αληθινοί, η ιστορία είχε ρυθμό, και το χιούμορ της, έξυπνο και διακριτικό, λειτουργούσε σαν φρένο σε κάθε μελοδραματισμό. Δεν θα το έλεγα αριστούργημα, αλλά ήταν μια ευχάριστη, καλοδουλεμένη ανάγνωση που με κράτησε χωρίς να με κουράσει.
Ίσως γι’ αυτό να ήθελα να συνεχίσω να εξερευνώ το έργο της. Έκανα λοιπόν μια εντελώς τυχαία επιλογή άλλων δύο τίτλων «Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία» και «Μια αστεία ιστορία». Κι εδώ είναι που η αρχική συμπάθεια άρχισε να δοκιμάζεται. Ομολογώ ότι τα δύο αυτά βιβλία με ταλαιπώρησαν πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Οι ιστορίες τους έμοιαζαν να επαναλαμβάνονται ασταμάτητα, σαν να μην προχωρούσε τίποτα ουσιαστικά, μόνο λεπτομέρειες επί λεπτομερειών, σκέψεις επί σκέψεων, σελίδες που κυλούσαν ανακυκλώνοντας τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες ανασφάλειες. Η συγγραφέας φαινόταν να προσπαθεί να μας εξηγήσει μέχρι εξαντλήσεως τι κρυβόταν πίσω από τις αποφάσεις και τις αντιδράσεις των ηρώων της, με αποτέλεσμα να χαθεί η ζωντάνια και η αμεσότητα της αφήγησης.
Ιδίως στο «Μια αστεία ιστορία», πάλευα συνεχώς με την επιθυμία να το αφήσω στη μέση. Κι όμως, έμεινα γιατί υπάρχει πάντα εκείνη η μικρή φωνή του αναγνώστη που λέει «ίσως αλλάξει παρακάτω». Δεν άλλαξε. Τουλάχιστον για μένα, δεν άλλαξε τίποτα. Ένιωθα πως διαβάζω μια ιστορία χωρίς προσανατολισμό, χωρίς πυρήνα, σαν να είχε χαθεί η αφηγηματική πυξίδα κάπου ανάμεσα σε συναισθηματικές αναλύσεις και ρομαντικές αμηχανίες.
Φυσικά, όλα αυτά αφορούν καθαρά τη δική μου αναγνωστική εμπειρία, είναι θέμα προσωπικού γούστου και προσδοκιών. Για μένα, το «Άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία» παραμένει το πιο καλοδουλεμένο και ισορροπημένο από τα τρία. Είχε μια σαφή δομή, γήινους χαρακτήρες και την απαραίτητη αφήγηση που σε κρατάει χωρίς να σε εξαντλεί. Όσο για το αν θα συνεχίσω με άλλα βιβλία της Emily Henry; Ειλικρινά, δεν νομίζω. Έχω την αίσθηση ότι δεν ανήκει στις δικές μου προτιμήσεις, ούτε ως ύφος, ούτε ως τρόπος προσέγγισης της ιστορίας.
Ίσως κάποιος άλλος να βρίσκει σ’ αυτά τα βιβλία τη γοητεία της απλότητας και της συναισθηματικής επανάληψης. Εγώ, απλώς, δεν την βρήκα.
Κατερίνα Σαμψώνα

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου