Ρεπούμπλικα



– Και τι είναι ο Θάνατος τελικά; Ένα αχόρταγο πλάσμα που ρουφάει κορμιά, τα απογυμνώνει και αφήνει την ασχήμια των οστών να φανεί.
– Είναι ο μόνος από τον οποίο δε μπορούμε να ξεφύγουμε, δε μπορείς να τον ξεγελάσεις.
– Μπορείς, αρκεί να φανείς πιο έξυπνος από εκείνον.
– Μη παραλογίζεσαι Γρηγόρη. Όταν έρχεται η ώρα εκείνη…
– Μα ήρθε εκείνη η ώρα. Ήρθε τόσες φορές! Και να! Στέκομαι εδώ δίπλα σου! Αλώβητος!
– Στο σώμα, ναι. Στη ψυχή όμως; Η μνήμη σου είναι αλώβητη; Θέλεις να μου πεις ότι όταν σκέφτεσαι τις μέρες που πέρασαν, δεν είναι σαν να πεθαίνεις; Μια, δυο, τρεις φορές; Όταν ο θάνατος Γρηγόρη σε βρίσκει στη ψυχή όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά.


Ο Κώστας σηκώθηκε όρθιος, αφού κρατήθηκε με δύναμη από τα μπράτσα της πολυθρόνας και κατευθύνθηκε στο καλόγερο, όπου κρεμόταν το γκρι του παλτό. Μάλλινο. Ανάμνηση από τότε. Έδεσε το κασκόλ του καλά γύρω από το λαιμό και γύρισε να κοιτάξει το παλιό του φίλο και συναγωνιστή. Ο Γρηγόρης αναστατωμένος από τη συζήτηση, έστριβε το τσιγάρο του. Το κοιτούσε με προσήλωση. Το έφερε στα χείλη του, σάλιωσε το χαρτί και το στερέωσε στο στόμα του. Πόσες φορές είχε δει ακριβώς την ίδια κίνηση ο Κώστας τα τελευταία 30 χρόνια; Χιλιάδες, ούτε που μπορούσε να υπολογίσει.
Είδε το βλέμμα του Γρηγόρη μέσα από την κάπνα του τσιγάρου. Αγρίμι σκέτο. Ακούμπησε τα μπράτσα του στη πολυθρόνα και τον κοιτούσε που ετοιμαζόταν.


Το σπίτι σκοτεινό, μόνο το παράθυρο πάνω από το γραφείο του είχε αφήσει ελάχιστα ανοιχτό, για να μην τον πνίξει τελείως η κάπνα. Έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να παίζει το τσιγάρο ανάμεσα στα κιτρινισμένα δάχτυλά του. Ο Κώστας γύρισε και κοίταξε το σπίτι του φίλου του. Σκοτάδι, σκόνη, βιβλία σκόρπια εδώ και εκεί.
“Μυρίζει θάνατο εδώ μέσα” σκέφτηκε. Ο φίλος του σκεφτόταν πως να ξεγελάσει το θάνατο και εκείνος έμενε από καιρό εκεί μέσα. Φόρεσε τη ρεπούμπλικα, τον χαιρέτησε με ένα νεύμα και έκλεισε τη πόρτα πίσω του.


Βγαίνοντας από την εξώπορτα, τον άκουσε που τον φώναζε.
– Κώστα!
Ο Κώστας πήγε στο απέναντι πεζοδρόμιο για να τον βλέπει καλύτερα.
– ‘Έλα φίλε μου, ξέχασα τίποτα;
Κράτησε τη ρεπούμπλικα και γύρισε προς τα πάνω.
– Θυμάσαι τη σκηνή από τη ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα, εκείνη τη σκηνή που ο Κατράκης μιλάει στο Θάνατο; Και εγώ τον ακούω που έρχεται. Το βράδυ ακούω τα βήματά του έξω από την πόρτα του δωματίου μου, τον ακούω όταν γράφω να αναπνέει δίπλα μου . Αλλά δε με νοιάζει! Δες με! Γελάω, γελάω μαζί του γιατί νομίζει ότι αυτός θα αποφασίσει πότε θα με πάρει. Αλλά γελάστηκε ! Με ακούς Κώστα; Γελάστηκε!


Ο Κώστας έβγαλε τη ρεπούμπλικα και την έσφιξε κοντά στη καρδιά του. Τα μάτια του έκαιγαν από τα δάκρυα που άρχισαν να κυλούν. Ένιωσε ότι ο φίλος του τον αποχαιρετούσε. Στο μεταξύ, οι φωνές του Κώστα είχαν ξυπνήσει τους γείτονες. Τα φώτα άνοιξαν, αλλά τα παράθυρα παρέμεναν κλειστά.
Ο Γρηγόρης του γέλασε και κρύφτηκε.


Ο Κώστας με τη ρεπούμπλικα ακόμα στη καρδιά του, ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο σκεφτόταν τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Πολλά χρόνια. Γεμάτα γέλια, αγωνίες, απώλειες… Αυτές οι απώλειες τσάκισαν τον Γρηγόρη. Όταν έχασε τη Μαρία, χάθηκε και εκείνος και ο θάνατος του έγινε εμμονή. Πως να του ξεφύγει, πως να τον ξεγελάσει.


Και τα κατάφερε. Την επόμενη μέρα τον βρήκε απαγχονισμένο στο σαλόνι, με ένα χαρτί να κρέμεται από την αριστερή του τσέπη.

ΤΟΝ ΞΕΓΕΛΑΣΑ ΚΩΣΤΑ. ΕΦΥΓΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ. ΑΦΗΣΕ ΤΟΝ ΝΑ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.
Κατερίνα Σαμψώνα



Φωτο: https://www.nicholasgooddenphotography.co.uk/best-london-photography

Σχόλια