Ο Σωτήρης Λυκουργιώτης γράφει για τις Δεύτερες Ζωές






Ομολογώ πως δε θα διάβαζα αυτό το μυθιστόρημα αν η Κατερίνα Σαμψώνα δεν ήταν φίλη μου. Η ιστορία που προαναγγέλλεται στο οπισθόφυλλο (ιστορία δυο γυναικών από την ελληνική επαρχίας που εγκλωβισμένες στο κλειστό πατριαρχικό πλαίσιο της εποχής τους επιχειρούν μια απόδραση) σε προκαταλαμβάνει εξ αρχής για ένα από αυτά τα γνωστά κενόλογα, γεμάτα κλισέ, αισθηματικά μυθιστορήματα, που περιστρέφονται συνεχώς γύρω από ένα ανυπέρβλητα ναρκισσιστικό Εγώ (του/της συγγραφέα) και που έχουν τόση εμπορική επιτυχία όση και τα φαρμακευτικά σκευάσματα για τη κατάθλιψη (στο τέλος όλοι παντρεύονται!). Διάβασα λοιπόν το μυθιστόρημα με κίνητρο τη συμπάθεια και την αγάπη που τρέφω για την Κατερίνα παρά από προσμονή. Αλλά έκανα λάθος.

Παρότι ανήκει στα λαϊκά αναγνώσματα —πράγματα που ήταν, φαντάζομαι, και ο στόχος του— και διατηρεί την εξωτερική δομή μιας τυπικής ιστορίας αγωνιώδους απεγκλωβισμού από τα αδιέξοδα της ελληνικής επαρχίας, ακριβώς πάνω στην ιστορική καμπή κοσμοιστορικών μεταβάσεων που θα αλλάξουν τόσο τη δομή του κόσμου όσο και την θέση της γυναίκας, το βιβλίο έχει κάποιες αξιοσημείωτες αρετές. Είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, με μια γλώσσα απλή, χωρίς βερμπαλισμούς και περιττά φτιασιδώματα, που ρέει χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Επίσης, δεν παρατήρησα πουθενά τις γνωστές αφηγηματικές «κοιλιές», βαρετές παρένθετες ιστορίες, που συνήθως χαρακτηρίζουν τα αφηγήματα αυτής της έκτασης και αποτελούν το βασικό τους μειονέκτημα. Αντίθετα το Δεύτερες Ζωές κινείται με αμείωτη ένταση και σου κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Το προτείνω λοιπόν ως ανάγνωσμα και εύχομαι στη Κατερίνα να συνεχίσει να γράφει.

Αν έπρεπε να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα τη σκέψη μου και να σκεφτώ κάτι πάνω στην ιστορία, χωρίς να προδώσω την έκβασή της, θα έλεγα τα εξής. Στο ερώτημα γιατί γράφονται τέτοιες ιστορίες σήμερα, με απαγορευμένους έρωτας και ανολοκλήρωτες γυναικείες υπαρξιακές επαναστάσεις, σε μια εποχή που φαινομενικά όλες οι τυπικές απαγορεύσεις που κρατούσαν εγκλωβισμένη την ανθρώπινη λίμπιντο έχουν αρθεί, η απάντηση βρίσκεται, νομίζω, σε αυτό το «φαινομενικά». Γιατί η εποχή που ζούμε, εικονικά απελευθέρωσε τη γυναίκα, εικονικά απελευθέρωσε τον έρωτα. Στην πραγματικότητα καθυπόταξε αμφότερους στις ατσαλένιες αναγκαιότητες της κοινωνίας τη αγοράς —όπου κάθε ανθρώπινη σχέση ανάγεται στο πλαίσιο της εμπορικής συναλλαγής, και στους ψυχαναγκαστικούς καταναγκασμούς της κοινωνίας του θεάματος. Όμως αυτοί, οι καταναγκασμοί, τα αδιέξοδα της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας (που έχει τόσο σχέση με την ελευθερία όσο ο φασισμός με την ανθρωπιά), παραμένουν εν πολλοίς αδιόρατοι, συγκεκαλυμμένοι κάτω από το πέπλο της σύγχρονης ιδεολογίας —αυτού του ζωτικού ψεύδους— που σου πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Πώς λοιπόν μιλάς για τα σύγχρονα αδιέξοδα; Με ποια γλώσσα;

Δεν έχεις παρά να αναχθείς αφηγηματικά σε μια εποχή που η καταπίεση και ο καταναγκασμός είχαν «προφανείς» αιτίες και απλές ερμηνείες. Είναι η γνωστή αλληγορία της γλώσσας των ονείρων. Γιατί, αν το προσέξει κανείς καλλίτερα θα διαπιστώσει πως οι ηρωίδες του μυθιστορήματος της Κατερίνας δεν ζουν στον 20 αιώνα (όπως τους τοποθετεί η ιστορία) αλλά εδώ, μαζί μας, στον 21ο. (Και αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά αυτού του αφηγήματος από τα συνήθη ευπώλητα του είδους). Είναι υπάρξεις που βιώνουν τη μεταιχμιακή αγωνία, το συνεχές ανικανοποίητο της λιμπιντικής επιθυμίας, την ευτυχία που όλο υπόσχεται και όλο χάνεται, τη ματαίωση ως συνεχή ανακύκλωση, την αδυναμία καθολικής επένδυσης. Είναι οι γυναίκες και οι άνδρες της εποχής μας. Ασθμαίνοντες ναυαγοί σε ένα αρχιπέλαγος απουσίας νοημάτων. Κάθε ακτή που υπόσχεται τη λύτρωση είναι μια διαρκής ψευδαίσθηση. Η ιστορία δεν μπορεί να έχει τέλος…

(και όχι, δεν παντρεύονται στο τέλος!)

Σωτήρης Λυκουργιώτης
Ποιητής


Σχόλια