Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν, Κώστας Δρουγαλάς



Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν
Κώστας Δρουγαλάς
Εκδόσεις «Πικραμένος»



Και όμως ο Bob Dylan, κυκλοφορεί στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Με τη κιθάρα του στον ώμο, γυρίζει στους δρόμους της συμπρωτεύουσας , τραγουδάει και παίζει μουσική για εκείνους που το έχουν ανάγκη, για εκείνους που έχουν ακόμα μέσα τους τη σπίθα της ελπίδας. Έστω και αν κοιμούνται στα παγκάκια και στις εισόδους πολυκατοικιών,  μεταφέροντας όλη τους τη ζωή σε παιδικά καρότσια , περιπλανώμενοι με το φως της μέρας μέχρι να βρεθούν το βράδυ στο Πάρκο των Αγγέλων. Οι στίχοι του ηρεμούν τη ψυχή και τα κερασμένα τσιγάρα χαλαρώνουν το σώμα έως ότου γυρίσουν στη προσωρινή επιβίωση της καθημερινότητας τους.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης  τρεις οικογένειες  πνίγονται καθημερινά στο σκοτάδι της απώλειας, της κακοποίησης και της ζωής που φέρθηκε  με τόση σκληρότητα, βυθίζοντας τους σε έναν διαρκή αγώνα, ψυχικής και σωματικής αντοχής. 
Η οικογένεια του Σωτήρη, ενός ανθρώπου που όταν θύμωνε έχανε την επαφή με την πραγματικότητα και κακοποιούσε τη γυναίκα του και την κόρη του Ανδριανή. Η Ανδριανή είχε τελειώσει τη νομική αλλά κατέληξε στο μανάβικο τους πατέρας της. Με σώμα κακοποιημένο, με ψυχή διαλυμένη και τον  στρατιώτη Τζον Πίντερ, που πολεμούσε στις Ακτές της Νορμανδίας, να την προστατεύει κάθε φορά  που υπέφερε από τα χτυπήματα του πατέρας της. Παρόλα αυτά όμως, καλώς ορίζει τον έρωτα στην ζωή της, τον Βασίλη.
Ο Βασίλης είναι ο γιος της Θεώνης Μεταξά. Ο άνθρωπος που τρέχει να προλάβει τα πάντα, από το άδειο ψυγείο, τις δουλειές της επιβίωσης, τον έρωτά του για την Ανδριανή και τη μάνα του που ακολουθούσε τους δικούς της ρυθμούς και τα δικά της ταξίδια. Τον κούραζε, υπήρχαν στιγμές που τον τρόμαζε με την παραίτηση της από τη ζωή, αλλά ήταν η μάνα του. Η Θεώνη ήταν μια γυναίκα βυθισμένη στο λαβύρινθο του ίδιου της του μυαλού. Φλερτάρει με τον θάνατο αλλά δεν μπορεί να τον ακολουθήσει οικειοθελώς, κάθε προσπάθειά της έπεφτε στο κενό αντίθετα με την ίδια που κάθε φορά κάποιο χέρι την επανέφερε στη ζωή όταν αυτή κοιτούσε το κενό από ψηλά.
Ο Πέτρος  είναι ο μικρός αδερφός του Βασίλη και γιος της Θεώνης Μεταξά. Τα βράδια, γυρίζει τους δρόμους και παίζει μουσική για όσους το έχουν ανάγκη και κυρίως για τους άστεγους στο Πάρκο των Αγγέλων. Συνομιλητής του Ντύλαν, τον φέρνει μπροστά του κάθε φορά που ψάχνει απάντηση στα ερωτήματα που τον βασανίζουν. Κερνά τσιγάρα, που κάνει τράκα από άλλους, τους αστέγους και τους παίζει μουσική προκειμένου να κάνει τα βράδια τους  υποφερτά στο κρύο και την κακουχία.
Φύλακας άγγελος όλων ο αστυνομικός Γαλάνης. Ο άνθρωπος που εμφανίζεται κάθε φορά όταν υπάρχει ανάγκη, ακόμα και αν δε του έχει ζητηθεί. Με το πακέτο από τσιγάρα να τον συντροφεύει, εξερευνά τη γειτονιά του και φροντίζει σχεδόν πάντα για την επικράτηση του δίκαιου και του αληθινού.  Ένα άντρας με διαλυμένη οικογένεια που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να προστατεύει τους αδύναμους .
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων μπλέκονται, ερωτεύονται, φοβούνται , ελπίζουν και φροντίζουν αυτούς που υποφέρουν, μέχρι που ο θάνατος οδηγεί στη λύτρωση και μια δολοφονία δίνει τη λύση και την ανατροπή όταν τα πράγματα φθάνουν σε ένα τέλος χωρίς επιστροφή.
Ο Κώστας Δρουγαλάς, γράφει  για το σήμερα,διατυπώνοντας την αγωνία του κόσμου για όσα γίνονται μέσα από ιστορίες του δρόμου και τα όνειρα  για μία καλύτερη ζωή, μια ζωή διαφορετική.
Το ημερολόγιο της Θεώνης Μεταξά έρχεται να συμπληρώσει την αφήγηση του συγγραφέα και να παρουσιάσει το τι γινόταν στο μυαλό εκείνης της γυναίκας που επιθυμούσε να ακούει θλιμμένα παραμύθια από τα χείλη του Βασίλη, ακόμα και την ύστατη ώρα της φυγής της. Η γραφή της καθηλώνει με την ειλικρίνεια των ατόμων που δεν τολμούν να ξεστομίσουν το βάρος που καθηλώνει τη λογική τους.
Ο Κώστας Δρουγαλάς γράφει με τέτοιο τρόπο που κατορθώνει να παρουσιάσει τους ήρωες με την γνησιότητα που τους χαρακτηρίζει , απορροφά τον αναγνώστη που θα αναγνωρίσει στοιχεία της δικής του ζωής και των δικών του αγωνιών.  Βαθιά συναισθηματικός δεν στέκεται στην απλή καταγραφή των γεγονότων , δεν στέκεται στον κοινωνικό προβληματισμό μόνο, αλλά παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον οδηγεί σε άλλα μονοπάτια.  Γράφει χωρίς φόβο, απογυμνώνει τους ήρωές του , απομυθοποιεί τη ζωή τους και τους οδηγεί  στο τέρμα. Λύτρωση, επιθυμητή ή όχι. Με απώλειες η χωρίς.

Χωρίς περιττά λόγια αλλά περιγράφοντας άρτια τα  συναισθήματα, το πρώτο του βιβλίο του ανήκει στην κατηγορία των νέων συγγραφέων που αποφασίζουν να γράψουν για τον σύγχρονο προβληματισμό, την κρίση και την αλήθεια που επικρατεί στις διαπροσωπικές σχέσεις,  την κοινωνία που αποστρέφει το βλέμμα της από κάθε τι που αδυνατεί να διαχειριστεί, αλλά κυρίως και κλείνοντας το βιβλίο, με τη περιγραφή του, μας αφήνει με την αίσθηση  της ελπίδας που άντεξε και θα αντέχει. 

Κατερίνα Σαμψώνα

Σχόλια