Εκδόσεις Κέδρος


Βενετσιάνικες βινιέτες
Πανταζοπούλου- Σακελλαρίου Αντωνία
Εκδόσεις Κέδρος


Βενετία 1797. Η Δημοκρατία της Γαληνοτάτης καταρρέει. Ο γιατρός Λουτζάνι, που έζησε όλη του τη ζωή στο γκέτο των Εβραίων της πόλης, κατηγορείται πως σκότωσε τον Βενετό αριστοκράτη τον οποίο προσπαθούσε να γιατρέψει, όταν κάποιος τον κατήγγειλε ανώνυμα στην bocca di leone.

Στο Κάμπο ντέι Μόρι καταργείται ο χρόνος, κι από ένα παιχνίδι των συμπτώσεων βρίσκονται εκεί:
Ο Παύλος Ιακωβίδης, που ζωγραφίζει στα χνάρια του Τιντορέτο προσπαθώντας να ξεχάσει την Ελένη, την οποία μαχαίρωσε από έρωτα στη Θεσσαλονίκη το 1908.
Η γυναίκα που στέκεται στην αυλή της Παναγίας των Θαυμάτων και θυμίζει τη φτωχή Μανουελίτα, που δεν ταξίδεψε ποτέ, μόνο περπατούσε με τα σακατεμένα της πόδια, ξεκομμένη από τα καραβάνια των προσφύγων, για να ξεφύγει από τους στρατιώτες της Εθνοφυλακής στη Σεβίλη, μετά το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου το 1939.
Ο αστυνόμος Ντινόπουλος, που ήρθε από την Πελοπόννησο το 1964, όταν έχασε τη γυναίκα του Αμαλία, και πίνει αψέντι κοντά στον Άγιο Γεώργιο των Γραικών.
Η Σιμόν που θα ταξίδευε στη Βενετία, αλλά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, μια και όταν το 2005 ο τυφώνας Κατρίνα κατέστρεψε τη Νέα Ορλεάνη, όλα τα θυμωμένα καβούρια του κόσμου τρύπωσαν μέσα στο μυαλό της.

Πέντε ετερόκλητες ιστορίες που κρέμονται από μια κλωστή, έτοιμη να κοπεί, στη Βενετία που χώνεψε τις χαλασμένες ζωές των ανθρώπων που έζησαν όσο γραφόταν το βιβλίο.







Χριστίνα Φραγκεσκάκη
Πιάνεις χώμα
Εκδόσεις Κέδρος



Πρώτα είδα το αγόρι. Τα πρωινά καθόταν στο πεζούλι, κάτω από τη σκιά της κληματαριάς, και περίμενε. Μόνο και βουβό. Εκείνη έφτανε πάντα αργά το μεσημέρι. Έβαζε δυο πιάτα στο τραπέζι κι έτρωγαν αντικριστά. 

Μετά, μια μέρα είδα το ποδήλατο. Το λάδωνε, το γυάλιζε, το κρατούσε από το τιμόνι και το κοιτούσε. Άστραφταν τα μάτια του. Ανέβαινε στη σέλα κι έκανε πως το οδηγούσε. Αργότερα άρχισε τις βόλτες στο τετράγωνο. Όλη την ώρα. Μπορεί και να ξεμάκραινε λίγο. Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκα. Φώναξα δυνατά: «Πώς σε λένε;» «Γκεζίμ Πρέντσε», μου απάντησε βιαστικά.
Το επόμενο καλοκαίρι είχε ξεθαρρέψει. Έβγαινε κι έπαιζε μπάλα στην αλάνα. Τότε τον είδα κι εκείνον. Ήρθε ένα πρωί με μια μικρή βαλίτσα. Περνούσε τις ώρες του στην αυλή. Είχε μόνιμα ένα ραδιοφωνάκι στο αυτί. Μέρα νύχτα άκουγε τις ειδήσεις. Μερικά βράδια τους συναντούσα στο λόφο του Μόντε Σμιθ να κοιτούν απέναντι τα βουνά.

Ο αποχωρισμός και η απώλεια διατρέχουν την ιστορία. Τα πρόσωπα, μέσα από τις αφηγήσεις τους, μας δείχνουν αυτό που θέλουν πιο πολύ: κάπου να σταθούν.






Σχόλια