Μάρτυ Λάμπρου Με λυμένο χειρόφρενο / Συνέντευξη στη Κατερίνα Σαμψώνα



Μάρτυ Λάμπρου
Με λυμένο χειρόφρενο
Εκδόσεις: Κέδρος

Συνέντευξη στη Κατερίνα Σαμψώνα











Με λυμένο χειρόφρενο. Ένα βιβλίο με ιδιαίτερη θεματολογία. Τι ήταν εκείνο που σας ενέπνευσε;





Οι εμπειρίες που αποκόμισα ταξιδεύοντας με την νταλίκα και οι ιδιαιτερότητές τους δε μου άφησαν και πολλά περιθώρια ώστε να μην τα διηγηθώ. Κρατώντας όμως μιαν απόσταση από το προσωπικό βίωμα ανακάλεσα από τη μνήμη μου τις εμπειρίες αυτές αλλά και των άλλων ανθρώπων και τις μετουσίωσα με τη δημιουργική φαντασία συνθέτοντας  το μυθιστόρημα «Με λυμένο χειρόφρενο». Όπως είχε πει ο Μαρκ Τουαίην: «Χρειάζεται η επινόηση του βιώματος». Αλλά μήπως το επινοημένο βίωμα δεν είναι βίωμα;




     Έχετε κοινά με την ηρωίδα σας, τη Σώτη; Θα επιχειρούσατε κάτι παρόμοιο;




Με τη Σώτη έχουμε την κοινή εμπειρία. Χρειάστηκε όμως να την επεξεργαστώ, να κρατήσω την απόσταση όπως προείπα ώστε να επινοήσω τη Σώτη και την εντάξω στη μυθοπλασία. Επίσης ήμουν με λυμένο το χειρόφρενο, είχα την ετοιμότητα να παρατηρώ, να ακούω και να συγκρατώ στη μνήμη μου συμβάντα και πρόσωπα, αργότερα να τα κρίνω κατ’ αξίαν, ώσπου να τα εκφράσω με τη γλώσσα που τους ταιριάζει.






    Περιγράφετε με ρεαλισμό τη ζωή των ανθρώπων πίσω από το τιμόνι. Ο δρόμος έχει τους δικούς του κανόνες;




Ο δρόμος έχει τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι όλα οργανωμένα στο τεχνικά εφικτό. Οι άνθρωποι που οδηγούν τα οχήματα είναι εκείνοι που διαμορφώνουν τις ιδιότητες και τον κώδικα συμπεριφοράς. Οι Έλληνες νταλικέρηδες παραβίαζαν το όριο ταχύτητας. Οικειοποιούνταν τους δημόσιους χώρους (πάρκινγκ, λιμάνια) δίνοντας χρώμα ελληνικό. Και συναίσθημα, με τις καλά φυλαγμένες ανθρώπινες ιδιαιτερότητες τους, φίλεμα, συζήτηση, φιλία, γλέντι.



Μια γυναίκα, πόσο μάλλον ένα νέο κορίτσι, μπορεί να επιβιώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον;



Δεν είναι το φύλο αυτό που θα καθορίσει την επιβίωση σε ένα τέτοιο σκληρό περιβάλλον. Είναι η προσαρμοστικότητα, η τόλμη και η ευστροφία. Οι νταλικέρηδες γενικώς κρατούν θετική στάση απέναντι στις γυναίκες οδηγούς ή συνοδηγούς. Τι θα γίνει αν συμβεί κάτι σοβαρό και εξαρτηθεί η επιβίωση μιας οικογένειας; Αν δεν υπάρχει γιος ή αδερφός, αλλά κόρη ή γυναίκα;  Σίγουρα για να κουμαντάρεις μια νταλίκα απαιτούνται επιπλέον ικανότητες και δεξιότητες όμως είναι κάτι που μαθαίνεται. Νομίζω ότι είναι ένα ταμπού που αφορά την υπόλοιπη κοινωνία που η κοινή γνώμη έχει διαμορφωθεί μέσα από τις ταινίες του Χόλυγουντ.





    Στο βιβλίο σας, συναντούμε αρκετές αναφορές, τόσο για την πολιτική αλλάγή στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 όσο και για την περίοδο του Εμφυλίου. Θεωρείτε ότι κουβαλάμε ακόμη μέσα μας τον διχασμό;




Η αφηγήτρια, η Σώτη, ενηλικιώνεται μέσα από τις εθνικές οδούς αλλά και μέσα από τα εθνικά ζητήματα. Ο παππούς της ήταν εαμίτης, η μητέρα της από το μαρτυρικό Δίστομο, ο πατέρας της αριστερός και Πασοκ. Υπάρχει το τραύμα του διχασμού και η σιωπή των εμπλεκομένων. Οι ερωτήσεις της Σώτης μένουν αναπάντητες. Ταυτόχρονα καλείται από την εποχή της να κάνει την ιστορική και ψυχολογική  υπέρβαση και να ξεπεράσει το τραύμα μετέχοντας στην ψευδαίσθηση της ευμάρειας.
Του : Εγώ να περνάω καλά. Τι με νοιάζει εμένα.Σε μια κοινωνία που επιφανειακά και αποσπασματικά της μεταφυτευόταν ένας κοσμοπολιτισμός χωρίς κανένα αστικό υπόβαθρο. Στην επαρχία από όπου κατάγεται η Σώτη οι άνθρωποι άφησαν τις ασχολίες τους (αγροτικές) για να πάρουν μέρος στην ανάπτυξη. Το ίδιο και ο πατέρας της, ο Στράτος, ο οποίος έκανε λίζινγκ. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά κάποιοι μικροαστοί με πτυχία πανεπιστημίου, εκζέκιουτιβ μάνατζερ, οι οποίοι μεσολαβούσαν μαζεύοντας ψήφους για τους βουλευτές  συντηρώντας παράλληλα την κουτοπονηριά, το λάδωμα, το ρουσφέτι. Οι βολεμένοι ενδιαφέρονταν για ό, τι συνέβαινε στα γήπεδα, στα σκυλάδικα, στις παραλίες της Μυκόνου, μετέχοντας ταυτόχρονα στον εξευτελισμό της κατανάλωσης. Η Σώτη αντιστάθηκε επειδή από μικρή είχε μυηθεί στην σκληρότητα της ζωής ταξιδεύοντας με την νταλίκα. Με ένα συνεχές ερώτημα της όμως. Πώς να παραμείνει κανείς έντιμος στη δουλειά του χωρίς να καταστραφεί υλικά; Ένας καινούργιος διχασμός. Από τη μία πλευρά οι έντιμοι και από την άλλη τα λαμόγια, τα παράσιτα του Δημοσίου, η ανομία, η ατιμωρησία.





   Η γραφή στο βιβλίο είναι γρήγορη σαν να ακολουθεί τα χιλιόμετρα που διανύουν οι ήρωές σας. Ζωντανή γραφή, που αφήνει την αλήθεια της ζωής να παρουσιαστεί αβίαστα στον αναγνώστη. Σκεφτήκατε ποτέ όμως, όταν το γράφατε, να προτιμήσετε ένα πιο ανώδυνο ύφος  για τη σκέψη του αναγνώστη;



 «Το μυστικό της ταχύτητας έγκειται στην οικονομία της αφήγησης», είχε πει ο Ίταλο Καλβίνο, στο βιβλίο του: «Τα αμερικανικά μαθήματα. Έξι προτάσεις για τη νέα χιλιετία.
Στο μυθιστόρημά μου υπάρχει η νταλίκα, ένα μέσο μεταφοράς που έχει τη δική του ταχύτητα. Στη Δημοτική παράδοσή μας, στα παραμύθια και στους θρύλους υπάρχει το άλογο.
Με ταχύτητα αρχίσει το βιβλίο μου. Μπαίνουν με την νταλίκα στο λιμάνι της Πάτρας, που αν κι αμέσως μετά σταματούν, έχουν ήδη παρουσιαστεί στον αναγνώστη-ια οι εντυπώσεις γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν. Ο  Ίταλο Καλβίνο συνοψίζει για την ταχύτητα στην αφήγηση: «Είναι μια πράξη επέμβασης στη διάρκεια, μια μαγεία που επενεργεί στη ροή του χρόνου και τη συστέλλει ή τη διαστέλλει».
Ένα βιβλίο δε γράφεται για να προκαλέσει χαλάρωση και νωθρότητα ούτε να εκνευρίσει με τον εξυπνακιδισμό ή την ασάφεια. Δεν είναι προϊόν κατά του άγχους και της κατάθλιψης. Είναι αγαθό που εγείρει ιδιαίτερα συναισθήματα και αφυπνίζει τα ανθρώπινα ζητήματα, ηθικά και κοινωνικά, που είναι κοινά σε όλους μας. Οι εκφράσεις παραδείγματι: «Ωραίο ήταν αλλά δε θυμάμαι τίποτα», «καλό ήταν αλλά δεν το κατάλαβα», «με το βιβλίο ξεχνιέμαι» συμβαίνουν όταν ένα βιβλίο δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής και της μνήμης. Ένα βιβλίο θα κριθεί όταν αντέξει στη μνήμη του αναγνώστη.



      Μετά από μια νουβέλα ( Το κόκκινο κουτί), μια συλλογή διηγημάτων (Κόπιτσες) και ένα μυθιστόρημα, έχετε καταλήξει στο είδος που κατόρθωσε να σας γοητεύσει;



Δεν έχω συγκεκριμένο ορόσημο στην τέχνη μου που συνεχώς αναζητώ. Η ψυχική μου διέγερση ή ταραχή για προσωπικά συμβάντα κι εμπειρίες αλλά και των άλλων ανθρώπων κοντινών μου και αγνώστων είναι η απαρχή. Κατόπιν η περιέργεια και η ανάγκη να εκφραστώ και να εκφράσω. Τα διηγήματα συνήθως είναι φωνές του άμεσου χρόνου. Όταν απαιτείται μεγαλύτερη έκταση τότε επιστρέφω σε βάθος χρόνου, βιωμένες δεκαετίες, αναλυτικά, για να γνωρίσω την αλήθεια τους. 




   Σε ποιους συγγραφείς βρίσκετε εσείς καταφύγιο;



Στους δοκιμασμένους στο χρόνο, στους κλασσικούς συγγραφείς. Επίσης στους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους.
Στους σύγχρονους συγγραφείς αναζητώ το ταλέντο, τη μαγεία, τη φλόγα που μεταλαμπαδεύεται στη δική μου. Έτσι όπως στην Ανάσταση που δίνει ο ένας στον άλλον το φως.











Σχόλια