Justice


Της Κατερίνας Σαμψώνα

Τικ …τοκ μέσα στο μυαλό και το χαμόγελο κλειστό, όχι λόγω ανακαινίσεως αλλά λόγω κατεδαφίσεως.
Κείτεται πεταμένος σε μια πολυθρόνα με το ράδιο ανοιχτό. Κάπως έτσι είχε φανταστεί τον θάνατό του, με μουσικό χαλί τους Justice και συγκεκριμένα το Civilization.
Όταν μας το είχες πει, σε ένα παραλήρημα φαγητού κρασιού και τσιγάρου, σε είχαμε κοιτάξει όλοι στραβά. Οι άλλοι παραξενεύτηκαν με την ιδέα του θανάτου και εγώ απλά σε κοίταξα σκεφτική για το τραγούδι που είχες διαλέξει.
Το θάνατο εξάλλου, δεν μπορούμε να τον διαλέξουμε, άλλοτε σου χτυπάει κατευθείαν το κουδούνι της πόρτας και άλλοτε το θυροτηλέφωνο. Σε εσένα ο θάνατος προτίμησε το δεύτερο. Είχες καρκίνο αλλά δεν μας το είπες και κανείς δεν πρόλαβε να το καταλάβει. Δεν μας άφησες και το περιθώριο. Διάλεξες και θεατρικό τρόπο για να φύγεις, όπως ήταν βέβαια και όλη η ζωή σου. Χάπια που είχαν στρυχνίνη και ένα μπουκάλι ρούμι. Και έτσι απλά έφυγες.
Τότε σου είχα πει να διαλέξεις ένα κινηματογραφικό κομμάτι για να παίξει στην κηδεία σου, αλλά το βλέμμα σου, σκοτεινό όπως δεν το είχα δει ποτέ άλλοτε, μου διέλυσε τη διάθεση για σαρκασμό.
«εσύ Κατερινιώ, τι θα διάλεγες;» όλοι είχαν σταματήσει να μιλούν και μας κοιτούσαν. Δεν πίστευαν ότι υπήρχε βάση στην όλη συζήτηση.
«εγώ καλό μου θα διάλεγα κάτι απλό… την ώρα που το φέρετρό μου θα χάνεται στη γη, θέλω να ακούγεται μόνο μία τρομπέτα που θα παίζει το θέμα από τον Νονό…νομίζω ότι έχω περισσότερη φαντασία από εσένα τελικά…»
Η Σοφία έκανε το σταυρό της.
«εγώ Κατερίνα μου θέλω κάτι που να μην έχει σχέση με τη ζωή μου. Κουράστηκα, συνειδητοποίησα ότι στα 40 μου δεν έχω κάνει ούτε το 30% από αυτά που ονειρευόμουν νέος. Αλκοόλ, ναρκωτικά και λήθη. Τα τρία πράγματα που με συντρόφεψαν από τότε που ήμουν είκοσι χρονών»
Όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό, πίστευαν ότι ήταν μία ακόμα ερμηνεία του, αλλά εγώ, με δαγκωμένα τα χείλη καθόμουν στη γωνία του καναπέ και τον κοιτούσα με αγωνία. Δεν υποκρινόταν, ούτε έγραφε σενάριο. Μια εξομολόγηση ήταν όλο εκείνο… Πάντα μου έλεγε ότι οι άνθρωποι που μπλέκονται με τις λέξεις, που γράφουν επικοινωνούν με λεπτές γραμμές. Αυτό είχε γίνει τότε, οι νευρώνες μας είχαν μπλεχτεί.
Όταν τελείωσε, και οι άλλοι αντί να τον ρωτήσουν τι συμβαίνει, απλά τον χειροκρότησαν, έφυγε σαστισμένος. Τον πρόλαβα στις σκάλες, αλλά το μόνο που μου ζήτησε ήταν να μην τον αναζητήσω για μία εβδομάδα. Γύρισε την πλάτη του και κατέβηκε βιαστικός τις σκάλες λες και κάποιος τον περίμενε.
Δεν τον ενόχλησα. Το κινητό τρεμόπαιζε στα δάχτυλά μου, αλλά δεν τον πήρα. «θα γράφει και θέλει ησυχία. Την άλλη φορά είχε χαθεί για ένα μήνα, το έχει κάνει ξανά και εγώ το έχω κάνει…» σκεφτόμουν για να καθησυχάσω τον συλλογισμό μου…
Την όγδοη μέρα, εννέα το πρωί, σχημάτισα τον αριθμό του και τον πήρα, αλλά δεν απάντησε. Του έδωσα διορία τριών ωρών, μετά θα πήγαινε σπίτι του να ανοίξω με τα κλειδιά που είχε δώσει για να φροντίζω τον γάτο του τον Ψιτ όταν έλλειπε.
Πήγα στο μαγαζί του Στάθη, αλλά εκείνος μου είπε ότι ο Πέτρος πάντα υπερέβαλλε και κάποια στιγμή θα το πάθαινε όπως ο μικρός βοσκός με τους λύκους, στο παραμύθι… στο τέλος κανείς δεν θα τον πίστευε.
« όλοι αγαπάμε τον Πέτρο για την υπερβολή του Κατερίνα μου, αλλά ήταν καθαρά θεατρική η ερμηνεία του την προηγούμενη εβδομάδα, μην ανησυχείς. Και εσύ του πνεύματος είσαι, αλλά ο Πέτρος πνίγεται και στο οινόπνευμα καλή μου»
Μια ζωή άκυρος ο Στάθης…ακόμα και στα πιο σοβαρά θέματα.
Τριγυρνούσα στην πλατεία, κάτω από το σπίτι του για αρκετή ώρα. Τα παράθυρα κλειστά, καμία κίνηση. Φοβόμουν να ανέβω μόνη μου, τηλεφώνησα στην Σοφία και ήρθε. Με βρήκε καθισμένη στο παγκάκι απέναντι από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Ήταν η μόνη που θα μπορούσε να αντιληφθεί την αγωνία στην φωνή μου.
«πάμε…» μου ψιθύρισε.
«του έχω δώσει διορία μέχρι τη μία, μπορεί να έγραφε μέχρι αργά και να κοιμάται ακόμα.»
«πόσο έχεις καπνίσει;»
Έγειρα το κεφάλι μου προς τα κάτω, οι γόπες των τσιγάρων σκορπισμένες σαν μπουκιές μουχλιασμένου ψωμιού. Την κοίταξα ξαφνιασμένη, δεν είχα ιδέα ότι είχα καπνίσει τόσο.
Καθόμασταν , η μία δίπλα στην άλλη, σταυροχεριασμένες και κοιτούσαμε τον δεύτερο όροφο.
«ξέρεις ότι τόση ώρα που είμαστε εδώ και κοιτάμε τον δεύτερο, δεν την γλυτώνουμε την αστυνομία…η κυρία στον τρίτο έχει βγει δέκα φορές και μας έχει κοιτάξει»
Το γέλιο μου βγήκε αβίαστα μέσα από το διάφραγμα μου. Η ένταση όλων αυτών των ημερών , βγήκε με τον ήχο ενός τρανταχτού γέλιου, που έκανε αντίλαλο σε όλη την πλατεία.
«… εντάξει, είναι ο Πέτρος σχιζοφρενής αλλά και εσύ Κατερίνα μου, στα όρια την μανιοκατάθλιψης είσαι. Σίγουρα μέσα σε όλο αυτό το χαμό, κρατά σημειώσεις στο καφέ μπλοκάκι σου για το επόμενο, πιθανό βιβλίο σου… έτσι δεν είναι;» της έδειξα, ένοχη, το  μπλοκάκι που είχα δίπλα μου.
«εμ, είδες που είχα δίκιο; Αλήθεια, μιας και καθόμαστε εδώ σαν τις άδικες κατάρες, ενώ ο άλλος σίγουρα θα ροχαλίζει πάνω, θύμισέ μου, γιατί εσείς οι δύο δεν υπήρξατε ποτέ ζευγάρι;»
«γιατί ο Πέτρος έχει κατάθλιψη και εγώ είμαι στα όρια στο να πάθω… θα καταλήγαμε να συγκατοικούμε στο Δαφνί…»
«δεν τον θυμάμαι, με καμία για καιρό όμως, εκτός από κάτι ξανθές, τον καιρό που είχε κάνει επιτυχία με εκείνη την σαχλαμάρα στη τηλεόραση»
«ο Πέτρος δεν έχει ποτέ ερωτευτεί Σοφία, απορώ πως έγραφε τόσο καλά για τον έρωτα, ενώ δεν ήταν ποτέ ερωτευμένος..»
«υπήρξε ερωτευμένος, με εσένα… και μη με κοιτάς έτσι, το ξέρεις πολύ καλά αυτό! Θυμάσαι τι είχε γίνει τότε που ήσουν με τον Κώστα. Μπαίνατε εσείς έφευγε αυτός, βλάχο τον ανέβαζε, αμόρφωτο τον κατέβαζε και τσακωνόταν συνέχεια μαζί του, συνέχεια μεθυσμένος και τότε ήταν που εμφάνισε και τις ξανθιές.»
«σαχλαμάρες… ο Πέτρος δεν είχε ερωτευτεί ούτε εμένα ούτε καμία άλλη… τι ώρα είναι;»
«μία, πάμε;» της κούνησα καταφατικά το κεφάλι, έσβησα το τσιγάρο και κατευθυνθήκαμε στη εξώπορτα. Τα χέρια μου έτρεμαν, το ίδιο και πόδια μου.
«Κατερίνα, ακούω την καρδιά σου…μπορείς σε παρακαλώ να ηρεμήσεις;»
Σταθήκαμε έξω από την πόρτα του, χτυπήσαμε, αλλά δεν άνοιξε.
«δεν είναι εδώ, είδες; Άδικα ανησυχήσαμε.. πάμε»
«αν έλλειπε θα μου το έλεγε, δεν θα άφηνε μόνο του τον Ψιτ»
Άκουσα μουσική και όχι αυτή που θα ήθελα.
«έλα Κατερίνα πάμε»
«… πάψε και άκου…παίζουν οι Justice..όχι ρε γαμώτο , δεν το πιστεύω αυτό!»
Η Σοφία με κοιτούσε χαμένη, δεν θυμόταν την συζήτηση της προηγούμενης εβδομάδας. Έβγαλα έντρομη τα κλειδιά από την τσέπη μου και άνοιξα όπως, όπως την πόρτα.
Δεν είχα άδικο. Τα πόδια μου έβγαλαν ρίζες, δεν πήγαιναν ούτε μπροστά ούτε πίσω. Η Σοφία έκλεισε με τα χέρια το στόμα της. Ο Πέτρος πεταμένος στην πολυθρόνα και το cd player δίπλα του έπαιζε.
«όχι ρε Πέτρο…όχι…» τον πλησίασα και γονάτισα δίπλα του. Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν χωρίς να το καταλάβω. Η καρδιά μου ήταν ανύπαρκτη. Αγκάλιασα το χέρι του και άρχισα να κλαίω γοερά. Ένα γιατί έβγαινε από τα χείλη μου, « τι σκεφτόσουν μωρέ…  γιατί το έκανες αυτό βλάκα ! Ε βλάκα !»
Η Σοφία τον πλησίασε και του χάιδεψε τα μαλλιά, τα δάκρυα της δεν ήταν δυνατόν να κρυφτούν.
Για μια ώρα κρατούσα το χέρι του στην αγκαλιά μου και η Σοφία καθισμένη δίπλα στο μικρό ξύλινο τραπέζι τον κοιτούσε παγωμένη.
Το πρόσωπό του ήταν τόσο γαλήνιο, που αν τον κοιτούσες λίγο πιο προσεχτικά θα μπορούσες να διακρίνεις ένα μικρό, πονηρό χαμόγελο.
Η Σοφία ειδοποίησε την αστυνομία και το ΕΚΑΒ. Με το ζόρι με σήκωσαν , τον σκέπασαν και τον πήραν. Χάπια με στρυχνίνη βρήκαν…
Έμεινα μόνη με τη Σοφία να κοιτάμε το άδειο σπίτι.
«είχες δίκιο Κατερίνα μου…είχες τόσο δίκιο…» μου είπε η Σοφία με σπασμένη φωνή. Την κοίταξα βουρκωμένη, δεν είχα αντοχή για οτιδήποτε.
Την προσοχή μου τράβηξε ένας κίτρινος φάκελος κάτω από ένα μπουκάλι ρούμι.
Ήταν από το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Το χαρτί που υπήρχε μέσα έδινε τις εξηγήσεις που έψαχναν. Κακοήθεια στον εγκέφαλο. Καρκίνος.
Τι ειρωνεία. Το μυαλό, η σκέψη ήταν όλη του η ζωή και σε λίγο θα το έχανε.
Ο Ψιτ, χάθηκε εκείνη την μέρα και κανείς μας δεν μπόρεσε να τον βρει.
Στην κηδεία επικρατούσε ησυχία, κανείς από την παρέα δεν μιλούσε. Ο Στάθης κυκλοφορούσε με μια γρατσουνιές στο μάγουλό του. Όταν φύγαμε από το σπίτι του Πέτρου, πρώτη μου στάση ήταν το μαγαζί του Στάθη. Πριν προλάβει να μιλήσει το χέρι μου προσγειώθηκε στο μάγουλό του. Η Σοφία είδε και έπαθε να με απομακρύνει.
«μαλάκα! Έχει πεθάνει! Είχε όγκο στο κεφάλι και αυτοκτόνησε! Πέθανε μόνος του ρε! Μαλάκα που μου έκανες και αστεία! Άσε με ρε Σοφία να τον γδάρω!»

Στην κηδεία, οι Justice ακούγονταν σε όλο το νεκροταφείο. Τον χαιρετήσαμε και τον αφήσαμε εκεί μόνο του, όπως πάντα ήταν, με το ραδιόφωνο να παίζει μέχρι να τελειώσουν οι μπαταρίες. 



Σχόλια