Της Κατερίνας Σαμψώνα
Θα έρθει άραγε η εποχή που θα μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια
χωρίς φόβο; Ξέρεις εκείνον το φόβο που απαγορεύει κάθε επαφή, κάθε αίσθημα ελευθερίας,
ζεστασιάς.
Τον φόβο που καταδυναστεύει την ανεξαρτησία της επιθυμίας
για το όνειρο μιας ζωής γεμάτης αγάπη, στην οποία θα νοιάζεσαι για τον άθρωπο
που έχεις απέναντί σου, με το μόνο όφελος αυτό της ικανοποίησης ότι κάποιος σου
γέλασε μέσα από την ψυχή του.
Ξέρω ότι κάθε μέρα ξυπνάς με την αίσθηση ότι κάτι θα γίνει
και όλα θα αλλάξουν. Το βράδυ όμως επιστρέφεις στο άδειο σου κρεββάτι πιο
κουρασμένος και πιο καταπονημένος από την προηγούμενη μέρα.
Θέλω να σε κάνω να γελάσεις, να δω τα μάτια σου ξαν'α να
γεμίζουν φως και να χαιδέψω τα μαλλιά σου , έστω και μια φορά, χωρίς εκείνη την
ημικρανία που σε ταλαιπωρεί.
Είπαν ότι πρέπει να ζήσουμε με τον φόβο και την αγωνία, ότι
πρέπει να συμφιλιωθούμε μαζί τους, για να πορευθούμε ειρηνικά στην
καθημερινότητα.
Δε μπορώ όμως να ανασάνω, δε μπορώ να γυρίσω να κοιτάξω ψηλά
χωρίς να ακολουθήσουν οι τύψεις με συνοδεία τη γνωστή φράση "εδώ καράβια
χάνονται...".
Γυρίζω, σε κοιτάω και
σου απλώνω το χέρι μου τεντώνοντας τον καρπό μου. Ήρθε η ώρα να φτιάξουμε την
αλυσίδα που λέγαμε, αγκαλιάζοντας και σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου, τόσο
σφιχτά που να νίωθεις τον σφυγμό μου.
Κοίτα ψηλά, βλέπεις εκείνο το σύννεφο που κρύβει τον ήλιο;
Βοήθησε με να το διώξουμε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου