Της Κατερίνας Σαμψώνα
Καθόσουν στα τελευταία σκαλιά της εισόδου και τους παρακολουθούσες. Κάπου στα 75 και οι δύο, ίσως δυο στάλες πάνω, ίσως δυο στάλες πιο κάτω. Το θέμα ήταν ότι η εγκατάστασή τους στην Τρίτη ηλικία, ήταν πια αναμφισβήτητο γεγονός . Οι ίδιοι βέβαια δεν έδειχναν να το καταλαβαίνουν.
Τα χείλη μαζεμένα, τα μαλλιά ψαρά, αραιά και αχτένιστα, από την βιασύνη τους να πάνε εκεί. Στα χέρια τους η κλασική σακούλα φαρμακείου και στο λαιμό κρέμονταν τα παλαιολιθικά γυαλιά μυωπίας, ξέρετε εκείνα που έδειχναν το μάτι ταραγμένο…
Εσύ καθόσουν στα τελευταία σκαλιά της εισόδου, για το δεκάλεπτο διάλλειμα, για ένα τσιγάρο και λίγο ΄΄ βαπορίσιο ΄΄ καφέ όπως έλεγες. Στιγμιαίος, σκέτος, αχτύπητος και ελαφρύς. Σου άρεσε αυτή η βλακεία… Ακριβώς πίσω σου καθόταν η συνάδελφος με τον ίδιο χημικό συνδυασμό καφέ τσιγάρου στις ίδιες αναλογίες.
Και οι δύο ήσασταν καθισμένες εκεί και παρατηρούσατε την διαμάχη, μία από τις πολλές βέβαια, των δύο αιωνόβιων συνταξιούχων. Ήταν δυναμικοί, αυτό έπρεπε να το παραδεχτείς. Τόσο δυναμικοί , που το εγκεφαλικό και το έμφραγμα, έκαναν την εμφάνισή τους στη γωνία.
Λογική εκτός τόπου, χρόνου. Εκτός εντός και επί τα αυτά… κάτι τέτοιο πρέπει να έλεγες στην γεωμετρία; Άλγεβρα; Δεν θυμάσαι ακριβώς.
Οι δύο ηλικιωμένοι άντρες, έβλεπαν το δέντρο και όχι το δάσος, όπως είχαν πει κάποιοι σοφοί.
Ακούμπησες την πλάτη σου στα γόνατα της συναδέλφου σου , η οποία σε σκούνταγε μη πιστεύοντας αυτά που άκουγε.
30 εσείς, σχεδόν 80 αυτοί. Στην άκρη της λακκούβας εσείς και εκείνοι. Εσείς για την επιβίωση των χρόνων που θα ακολουθούσαν και εκείνοι στην άκρη της λακκούβας που θα τερμάτιζε τη ζωή τους.
Ξέρω σου ακούγεται κυνικό, προκλητικό, ναι…εντάξει…αλλά και το μέλλον σου κυνικό και προκλητικό δεν προμηνύεται;
Είναι Απρίλης του 2012 και όλοι περιμένουμε τον Ιούνιο του 2012. Σε μια χώρα που ανοίγεις τα μάτια σου και δεν ξέρεις τι σε περιμένει ανοίγοντας την τηλεόραση (για όσους έχουν αντοχή ακόμα να βλέπουν τηλεόραση), το P.C. ή ακόμα και το ράδιο, για τους ρομαντικούς του είδους.
Πας στη δουλειά σου και δεν ξέρεις αν η θέση σου θα είναι εκεί, παίρνεις το 15νθήμερο και δεν σου φτάνει ούτε για το super market.
Φίλη μου, δεν ξέρω αν αύριο θα έχω ευρώ στην τσέπη μου, δεν ξέρω αν θα μπορέσω να πληρώσω το δάνειο και εσύ φίλε μου, δεν ξέρεις αν θα έχεις κεραμίδι πάνω στο κεφάλι σου. Ο κάδος με τους μισοχαμένους ανθρώπους μέσα του, κάποτε, μη φανταστείς πολύ πριν, το πολύ χρόνος, σου φάνταζε εξωφρενικό σενάριο και τώρα, κοίτα να δεις που σου γίνεται όλο και πιο οικεία εικόνα.
Δεν είμαι εγώ τραγικός φίλη, η κατάσταση γύρω μας είναι τραγική.
Τι θα κάνουμε σε ένα μήνα; Βγες, σε προκαλώ, βγες στην πλατεία και ρώτα «ρε! Τι θα γίνει σε ένα μήνα;!» και τότε έλα να μου πεις, τι απάντηση σου έδωσαν.
Και δεν μας έφταναν όλα αυτά, έχουμε και τους φιλοσόφους να μας τρελαίνουν καίγοντάς μας κάθε χιλιοστό του νευρικού μας συστήματος, δε θα μείνει στάλα νευρώνας για να βγάλουμε το καλοκαίρι.
Φιλόσοφοι , δημαγωγοί, έξυπνοι, μαζεύτηκαν όλοι εδώ γύρω…
Ο πανικός και η κατάθλιψη, βοηθά στην καλλιέργεια τυχάρπαστων που έχουν λύση για κάθε σύμφωνο, για κάθε φωνήεν, που χαράσσετε στην σκέψη μας.
«μήπως είμαι τρελός; Μήπως τα’ χω χαμένα;»
Ναι ακούω και τέτοια, δεν μπορεί να είσαι εσύ παράλογη και οι άλλοι οι σώφρονες της παρέας. Κάτι δεν πάει καλά. Προχτές φίλη, πέταξα ένα ποτήρι στην τηλεόραση, εις μνήμην του δελτίου των 8.
Κάποτε είχα όνειρα, κάποτε είχα ελπίδα για μια ζωή γεμάτη, ιδέες, δημιουργία, αγάπη, έρωτα, τρυφερότητα, σεξ και αγκαλιές με χαμόγελα.
Τώρα φοβάσαι να κοιτάξεις τον διπλανό σου, μη τυχόν και αντικρίσεις την ίδια σπίθα αγωνίας.
Σηκωθήκατε από τα σκαλιά, κάνατε το τελευταίο τσιγάρο δυο ρουφηξιές και χαθήκατε στα γραφεία.
Οι ηλικιωμένοι άντρες μάλωναν για ένα τόπι που τελικά, ποτέ δεν τους ανήκε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου