Πεζογράφοι Λατινικής Αμερικής


Της Κατερίνας Σαμψώνα

Διαβάζοντας ξένη λογοτεχνία ελλοχεύει πάντα η πιθανότητα να απογοητευτούμε, να παραξενευτούμε  αλλά και  να μαγευτούμε από τις περιγραφές νέων κόσμων , αν και πολλές φορές εξαρτάται και από την μετάφραση που έχουν υποστεί…
Λατινική Αμερική λοιπόν, ένα τοπίο που ασκεί τη γοητεία του , αλλά και οι συγγραφείς του  έχουν κερδίσει το Ελληνικό κοινό


ΧΟΣΕ ΕΜΙΛΙΟ ΠΑΤΣΕΚΟ

Ο Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο (José Emilio Pacheco) γεννήθηκε στο Μεξικό το 1939. Είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους ποιητές της σύγχρονης μεξικανικής ποίησης, στην οποία γρήγορα ξεχώρισε από πολύ μικρή ηλικία. Ηδη από τη δεκαετία του 1950 το όνομά του άρχισε να φιγουράρει σε ανθολογίες δίπλα σε μεγάλους Λατινοαμερικάνους ποιητές. Εχει ειδικευτεί στη μεξικάνικη λογοτεχνία του 19ου αιώνα και είναι μεγάλος γνώστης του έργου του Jorge Luís Borges, προς τιμήν του οποίου έδωσε μια σειρά διαλέξεων το 1999.

Αναγνωρισμένος δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, ερευνητής, μεταφραστής από τα αγγλικά καθώς και καθηγητής σε πανεπιστήμια της Αμερικής, του Καναδά και της Αγγλίας, μεταξύ των οποίων: Universidad Nacional Autóctona de Méjico, Universidad de Maryland, Universidad de Essex. Είναι επίτημο μέλος της Academia Mexicana de la Lengua από το 2006. Εχει βραβευτεί επανειλημμένως με τιμητικές διακρίσεις όπως τα Nacional de Poesía (1969), Xavier Villaurrutia (1973), Nacional de Periodismo Literario (1980), Octavio Paz (2003), Pablo Neruda (2004), Federico García Lorca (2005), Cervantes (2009), Reina Sofía de Poesía Hispanoamericana (2009).

Στη συγκεκριμένη δημοσίευση επιλέχθηκαν ποιήματά του από τα εξής βιβλία: No me preguntes cómo pasa el tiempo, Miro la tierra, La arena errante, El silencio de la luna, Siglo pasado (desenlace), Irás y no volverás, όπως και μερικά ανέκδοτα. Σημαντικό στοιχείο της θεματικής του αποτεελί η έννοια του χρόνου. Κάποιες φορές συλλογίζεται τις ηθικές και κοινωνικές ανθρώπινες αξίες καθώς και τον ρόλο της ποίησης.





ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΚΑΜΠΡΕΡΑ ΙΝΦΑΝΤΕ


Ο Κουβανός συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος Γκιγιέρμο Kαμπρέρα Ινφάντε γεννήθηκε το 1929. Οι γονείς του υπήρξαν ιδρυτικά μέλη του κομμουνιστικού κόμματος της Κούβας.
Το 1941 η οικογένειά του μετακόμισε από τη μικρή γενέθλια πόλη Χιτάρα στην Αβάνα. Πολύ νωρίς αρχίζει να γράφει ενώ παράλληλα παθιάζεται με τον κινηματογράφο. Τη δεκαετία του 1950 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στο κινηματογραφικό περιοδικό Carteles όπου υπογράφει κριτικές με το ψευδώνυμο G. Cain. Συνάμα δημοσιεύει τις πρώτες του ιστορίες. Μάλιστα συλλαμβάνεται από το δικτατορικό καθεστώς του Μπατίστα επειδή κάποιο διήγημά του περιείχε «english profanities» (κατά τη διατύπωση του ίδιου). Την ίδια περίοδο ιδρύει την Ταινιοθήκη της Κούβας (που η δικτατορία θα κλείσει το 1956). Επί Κάστρο διορίζεται διευθυντής του Εθνικού Πολιτιστικού Συμβουλίου (1961), στο οποίο υπάγεται και το Ινστιτούτο Κινηματογράφου, ενώ από το 1959 διευθύνει το πολιτιστικό ένθετο «Lunes» στην εφημερίδα Revolucion. Όμως το 1961 ο Κάστρο καταργεί το σημαντικό αυτό ένθετο και, την ίδια χρονιά, απαγορεύει ως αντεπαναστατική μια ταινία μικρού μήκους που γύρισε ο αδελφός τού Ινφάντε, ο Σαμπά.
Το 1960, ο Ινφάντε εκδίδει το πρώτο του μεγάλο βιβλίο με τίτλο Στην Ειρήνη όπως στον Πόλεμο. Μεταξύ των ετών 1962-1965 υπηρετεί ως μορφωτικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Κούβας στην Αβάνα. Είναι η εποχή που περνάει στη δυσμένεια του καθεστώτος, οπότε, μετά από ένα τελευταίο ταξίδι στην Κούβα για την κηδεία της μητέρας του, αυτοεξορίζεται. Πρώτα στη Μαδρίτη και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Δεν θα επιστρέψει ποτέ.
Ο Ινφάντε θα καταστεί μία από τις πιο αναγνωρίσιμες αντικαθεστωτικές φυσιογνωμίες της Κούβας. Εκδίδει τις Τρεις ταλαίπωρες τίγρεις, το αριστούργημά του, που τον καθιερώνει στο εξωτερικό. Μετά και την αγγλική έκδοση του βιβλίου, σημαίνοντες συγγραφείς, όπως λόγου χάρη η Σούζαν Σόνταγκ, τον συγκρίνουν με τον Ναμπόκοφ, τον Μπέκετ, τον Μπόρχες.
Εκτός από τα άλλα βραβεία του ισπανόφωνου και μη κόσμου, το 1997 του απονέμεται το Βραβείο Θερβάντες, το βραβείο Νόμπελ της ισπανόφωνης Λογοτεχνίας. Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Άγιος ο Καπνός (εκδ. Libro).




ΝΟΡΜΠΕΡΤΟ ΦΟΥΕΝΤΕΣ

O Νορμπέρτο Φουέντες (Αβάνα, 1943) είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Dulces guerreros cubanos", "Condenados de Condado" (Βραβείο Casa de las Americas 1968), "Posiciοn uno", "El ultimo santuario" και "Hemingway in Cuba" (με πρόλογο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες). Ο πρώτος τόμος της "Αυτοβιογραφίας του Φιντέλ Κάστρο", έργου που εκτείνεται σε 1.600 σελίδες, κυκλοφόρησε στα ισπανικά τον Ιανουάριο του 2005. Η ελληνική του έκδοση είναι η πρώτη μεταφρασμένη που κυκλοφορεί. Ακολουθούν η ιταλική και η γερμανική. Ο δεύτερος τόμος αναμένεται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2005. Ο Φουέντες πολέμησε στο πλευρό των Κουβανών στρατιωτών στην Αφρική και παρασημοφορήθηκε αρκετές φορές για τη δράση του. Αργότερα, το 1989, ως απεσταλμένος του Κάστρο δέχτηκε διάφορες τιμητικές διακρίσεις. Διατηρώντας φιλική σχέση με τον Κάστρο, έκανε περιοδείες στην Ευρώπη μαζί με το στρατηγό Ντε λα Γκουάρδια. Όταν όμως ο Ντε λα Γκουάρδια κατηγορήθηκε από τον Κάστρο για διαφθορά και εκτελέστηκε μαζί με άλλους Κουβανούς αξιωματούχους ("υπόθεση Οτσόα / Ντε λα Γκουάρδια"), ο Φουέντες τέθηκε υπό αστυνομική παρακολούθηση και του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Ύστερα από μεσολάβηση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Γουίλλιαμ Κέννεντυ, ο Φουέντες κατάφερε να αυτοεξοριστεί στο Μαϊάμι, όπου και κατοικεί σήμερα. 








ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΓΙΟΣΑ


Κορυφαίος συγγραφέας του Περού και ένας από τους καλύτερους της Λατινικής Αμερικής. Γεννήθηκε στην πόλη Αρεκίπα το 1936. Τελείωσε το Πανεπιστήμιο στη Λίμα και πήρε διδακτορικό δίπλωμα λογοτεχνίας στη Μαδρίτη. Έχει ζήσει στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Βαρκελώνη. Το πρώτο του βιβλίο, «Οι αρχηγοί», δημοσιεύτηκε το 1959, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός σαν συγγραφέας με το έργο Η πόλη και τα σκυλιά (1963). Από τότε κυκλοφόρησαν άλλα οκτώ μυθιστορήματα του, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι: Το πράσινο σπίτι (1966), βραβείο Romulo Gallegos, Συζητήσεις στον καθεδρικό ναό (1969), Η θεία Χούλια και ο γραφιάς (1977), Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου. (1981). Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα έχει επίσης γράψει πολυάριθμα δοκίμια, καθώς και θεατρικά έργα. Τα βιβλία του μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες.







ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μάρτη 1928 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, χωριό της μπανάνας στη Καραϊβική. Γιος του τηλεγραφητή Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία Μαρτίνες και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν, ο μικρός "Γκαμπίτο" -όπως τον έλεγαν οι δικοί του- μεγάλωσε με τον παππού του, συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες Μεχία και τη γιαγιά του Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες -από τη πλευρά της μητέρας του- ως τα 10 του χρόνια ακούγοντας τις ιστορίες της γιαγιάς του για φαντάσματα και τις ατέλειωτες διηγήσεις του παππού του για τους εμφύλιους πολέμους, ιστορίες που αποτελούν το υλικό των μετέπειτα μυθιστορημάτων του.
     Τον πατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φορά στα 7 και δε μπόρεσε ποτέ να κερδίσει στη καρδιά του «Γκάμπο» τη θέση που του άξιζε. Αυτή τη θέση την είχε καταλάβει για πάντα ο παππούς:

  «Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον κι ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς».

     Στα παιδικά του χρόνια τίποτε δεν προμήνυε την εξέλιξή του σ' έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του πλανήτη, εκτός ίσως από το γεγονός ότι έλεγε ψέματα διασκευάζοντας συνεχώς τις ιστορίες που άκουγε στο σπίτι. Ήθελε να μεγαλώσει και να γίνει ντετέκτιβ σαν τον Ντικ Τρέισι. Εμαθε να διαβάζει στα 8 κι επειδή κείνη την εποχή η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα κι ο ίδιος τα κατάφερνε εξαιρετικά στο σχέδιο, κέρδισε τα πρώτα λεφτά στα 11 ζωγραφίζοντας επιγραφές για τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος.
     Τελειώνει το σχολείο στη Σιπακιρά και το 1947 μπαίνει στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά για να σπουδάσει Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο "Η Τρίτη Παραίτηση". Τον επόμενο χρόνο η Κολομβία είναι καζάνι που βράζει κι οι πολιτικές ταραχές τον αναγκάζουν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης. Παράλληλα άρχισε να γράφει και τις πρώτες ιστορίες του. Εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ.
     Το ταξίδι που έκανε με τη μητέρα του το 1952 για να πουλήσουν το σπίτι της Αρακατάκα τον έκανε να αναθεωρήσει αυτά που ήδη είχε γράψει και ν' αρχίσει από την αρχή. Χρειαζόταν όμως να εξασφαλίσει και την επιβίωσή του κι έτσι συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά σ' Ευρώπη κι ΗΠΑ, ως δημοσιογράφος. Το 1954 εγκαθίσταται στη Μπογκοτά, όπου κερδίζει βραβείο για το έργο του "Μια Μέρα Μετά Το Σάββατο", και δημοσιεύει τα "Νεκρά Φύλλα", τα "Ανεμοσκορπίσματα" και λίγον αργότερα τη "Κακιά Ώρα" κι "Η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα".
     Το 1955 τον στέλνει στην Ευρώπη η εφημερίδα του, που τη κλείνει αμέσως μετά η κολομβιανή κυβέρνηση κι έτσι περνά τα επόμενα 3 χρόνια κει, όπου βλέπει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Το 1958 παντρεύεται τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο, με την οποία απέκτησε 2 γιους και δημοσιεύει στο περιοδικό Mito το μυθιστόρημά του "Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Κανένα Να Του Γράψει".
     Με την αρχή της κουβανέζικης επανάστασης, το 1959, που χαιρετίστηκε θερμά από τη λατινοαμερικανική ιντελιγκέντσια, φεύγει για να εργαστεί στην Αβάνα κι επιστρέφει ξανά στη Κολομβία το 1961. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Το 1965, με το σαράκι τόσων ιστοριών και προσώπων να τον τρώει, αρχίζει να βάζει στη σειρά τις αναμνήσεις του για να γεννηθεί 14 μήνες αργότερα το αριστούργημά του "Εκατό Χρόνια Μοναξιά". Στους μήνες που χρειαστήκανε για να τ' ολοκληρώσει, η οικογένεια Μάρκες πέρασε στιγμές απόλυτης φτώχειας, βγάζοντας στο σφυρί σχεδόν τα πάντα, μεταξύ των οποίων το αυτοκίνητο κι αρκετά κοσμήματα της Μερσέδες. Για να μπορέσουν να στείλουνε τα χειρόγραφα στον αργεντινό εκδότη βάλαν ενέχυρο για 50 πέσος το πιστολάκι για τα μαλλιά, το μπλέντερ και το φορητό καλοριφέρ τους. Το έργο-ποταμός εκδόθηκε τελικά και άλλαξε σε μια νύχτα τη ζωή του τοποθετώντας τον επικεφαλής του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος και κάνοντας τους κριτικούς να γράψουν:
   «Ο Μάρκες έγραψε τον "Μόμπι Ντικ" της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας».
     Το ήδη φανατικό ανά τον κόσμο κοινό του αυξήθηκε καθιστώντας τον έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους λογοτέχνες της γης και το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982 του 'δωσε μιαν επίσημη θέση στο πάνθεον των αθανάτων. Στο τεράστιο έργο του, συμπεριλαμβάνονται επίσης και τα μυθιστορήματα: "Το Φθινόπωρο Του Πατριάρχη", "Χρονικόν Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου", "Ο Ερωτας Στα Χρόνια Της Χολέρας" "Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα", "Περί Ερωτος Κι 'Αλλων Δαιμονίων","Ο Στρατηγός Μες Στο Λαβύρινθό Του", "Οι Θλιμμένες Πουτάνες Της Ζωής Μου" κ.ά. Επίσης, έχει γράψει άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.
     Τελευταία αγωνίζεται ενάντια σε μια βαριά μορφή καρκίνου λεμφαδένων κι έχει αποσυρθεί στη πατρίδα του. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του με τίτλο: "Ζω Για Να Τη Διηγούμαι".









ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ

Από τις σημαντικότερες μορφές της Ισπανικής λογοτεχνίας. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες. Παιδί-θαύμα στην κυριολεξία, έγραψε το πρώτο του διήγημα σε ηλικία 6 ετών. Σπούδασε στην Γενεύη και εκείνη την περίοδο άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μιλούσε εκτός από τα ισπανικά, άλλες τρεις γλώσσες,(αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά). Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σημαντικές προσωπικότητες της ισπανικής λογοτεχνίας και να δημοσιεύσει το πρώτο του ποίημα. Ένα χρόνο μετά επιστρέφει στη γεννέτειρα του, το Μπουένος Άιρες ,στο οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Την αγάπη του γιά την πόλη αυτή την εκδήλωσε με την ποιητική συλλογή, Πάθος γιά το Μπουένος Άιρες που δημοσίευσε το 1923. Ξεπερνώντας μία άσχημη περιπέτεια με την υγεία του, το 1935 γράφει την Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, την ιστορία της αιωνιότητας και τα διηγήματα Μυθιστορίες. Γιά να ακολουθήσουν τα δοκίμια: Η μοίρα, Οι γειτονιές , Ο λαϊκός τύπος. Το 1956 χάνει την όραση του. Παρόλα αυτά συνεχίζει να γράφει με την βοήθεια της μητέρας του. Επιστρέφει στην ποίηση και γράφει τα: Ο πλάστης, Ο χρυσός των τιγρέων, Το βιβλίο της άμμου, Εγκώμιο της σκιάς,κ.α. Το 1986 έφυγε από το Μπουένος Άιρες και πήγε στη Γενεύη. Πέθανε την ίδια χρονιά, ενώ λίγο πριν είχε παντρευτεί γιά τρίτη φορά την κατά πολύ μικρότερη του, Μαρία Κοντάμα. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ένωσης Αργεντινών Συγγραφέων και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το 1955 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Αργεντινής και είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και με το Βραβείο Φορμεντόρ του Διεθνούς Συνεδρίου. Ιδιαίτερη ήταν η σχέση του Μπόρχες με την Ελλάδα. Είχε επισκεφτεί δύο φορές την χώρα μας και όλα τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.







ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ


O Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1914 και πέθανε στο Παρίσι το 1984. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του το Βέλγιο για την Αργεντινή, όπου τελείωσε το σχολείο, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1951, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του ("Έφυγα από την Αργεντινή, όχι τόσο επειδή υπήρχαν πράγματα που εκεί μ' ενοχλούσαν, που οπωσδήποτε υπήρχαν, αλλά γιατί η Γαλλία αντιπροσώπευε για μένα, τότε, έναν τεράστιο πόλο έλξης", θα πει σε μια συνέντευξή του στην "El Pais", το 1982). Το 1961 επισκέπτεται την Κούβα, γοητευμένος από την επανάσταση, αναζητώντας απαντήσεις στις πολιτικές του ανησυχίες. Το ταξίδι αυτό θα γίνει η αφορμή να αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση, θα υπερασπιστεί την Κούβα του Τσε και του Κάστρο και αργότερα τη Νικαράγουα των σαντινίστας. Το 1970 επισκέπτεται τη Χιλή και παρευρίσκεται στην πανηγυρική τελετή ανάληψης της εξουσίας από τον Αλιέντε. Μαθητής του Μπόρχες, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς και στους σπουδαιότερους μοντερνιστές του 20ού αιώνα. Το έργο του αφομοιώνει μ' έναν τελείως φυσικό τρόπο τις ανανεωτικές τεχνικές του σύγχρονου μυθιστορήματος και συνδυάζει τη δημιουργική φαντασία με το ρεαλισμό, διαφέρει όμως, από το έργο άλλων λατινοαμερικανών συγγραφέων, γιατί απ' αυτό απουσιάζει σχεδόν παντελώς το στοιχείο του μπαρόκ και του μαγικού ρεαλισμού. Μεταξύ των πολλών και σπουδαίων έργων του ξεχωρίζουν τα: "Μυστικά όπλα" ("Las armas secretas"), 1958, "Τα βραβεία" ("Los Premios" -το πρώτο του μυθιστόρημα), 1960, "Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα" ("Historias de cronopios y de famas", 1962, "Το κουτσό" ("Rayuela" -που θεωρείται το αριστούργημά του), 1963, "Όλες οι φωτιές η φωτιά" ("Todos los fuegos el fuego"), 1966, "Το βιβλίο του Μανουέλ" ("Libro de Manuel" -μυθιστόρημα), 1973, "Οκτάεδρο" ("Octaedro"), 1974 (όλα τους μεταφρασμένα στα ελληνικά) και τα "Los Reyes", 1949, "Bestiario", 1951, "Final de Juego", 1956, "Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους" ("La vuelta al dia en ochenta mundos"), 1967, "62: Μοντέλο συναρμολόγησης" ("62: Modelo para armar" -που συνεχίζει την ιδέα του διάσπαρτου μυθιστορήματος, όπως και στο "Κουτσό"), 1968, "Prosa del Observatorio", 1972, "Alguien que anda por ahi", 1977, "Un tal Lucas", 1979, "Deshoras", 1982, κ.ά.












ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΟΝΕΤΙ

O Xουάν Kάρλος Oνέτι γεννήθηκε το 1909 στο Mοντεβιδέο της Oυρουγουάης. Tην πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα την κάνει σε ηλικία 23 ετών, δημοσιεύοντας ένα διήγημά του στο περιοδικό Λα Πρένσα του Mπουένος Άιρες. Mερικά από τα πιο σημαντικά έργα του είναι: Tο πηγάδι (1939), Γη του κανενός (1941), H σύντομη ζωή (1950), Tο ναυπηγείο (1961) -το οποίο θεωρείται από πολλούς το πιο ολοκληρωμένο έργο του- O πτωματοσυλλέκτης (1964), H κλεμμένη αρραβωνιαστικιά (1968), Ήταν κάποτε (1987) κ.ά., καθώς και πολλά διηγήματα και νουβέλες. Tο 1962 κερδίζει το Eθνικό Bραβείο Λογοτεχνίας, το 1975 Tο ναυπηγείο κερδίζει στην Iταλία το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου της χρονιάς και το 1980 ο Oνέτι τιμάται για το σύνολο του έργου του με τη μεγαλύτερη διάκριση για την ισπανόφωνη λογοτεχνία, το Bραβείο Θερβάντες. Πέθανε στην Ισπανία το 1994.





ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ

Ο Μπενεντέτι έζησε ως εξόριστος από το 1973 έως το 1983, κατά τα χρόνια της δικτατορίας στην Ουρουγουάη, και χαρακτήρισε τον εκτοπισμό του ως «ανεξορία». Οι κοινωνικές αδικίες και ο εγκλιματισμός του ξανά στη χώρα του -η οποία είχε γίνει κατ' αυτόν πεζή και υλιστική- αποτελούν τα κύρια θέματα του πλούσιου έργου του, με πλήθος μυθιστορημάτων, διηγημάτων, ποιημάτων, δοκιμίων και άρθρων.

Στα διηγήματά του ο Μπενεντέτι ιχνηλάτησε, με τις ευρηματικές και γλαφυρές περιγραφές του, τη χαμηλόφωνη γλυκύτητα του Μοντεβιδέο, αλλά και την απελπισία του γραφειοκρατικού κυκεώνα.
Στη δεκαετία του '80 οργάνωνε ποιητικές αναγνώσεις σε υπερπλήρεις από κόσμο αίθουσες, όπου στο μέσο της σκηνής, καθισμένος σε μία κουνιστή καρέκλα, διάβαζε από ένα μεγάλο βιβλίο, ενώ ο παιδικός φίλος και συνεργάτης του, ο τραγουδοποιός και τραγουδιστής Ντανιέλ Βιλιέτι, έπαιζε μουσική και τραγουδούσε.
Ο μεγάλος Ισπανός βάρδος, εισηγητής του καταλανικού «Νόβα Κανσιό» Τζοάν Μανουέλ Σεράτ μετέτρεψε τα ποιήματα του Μπενεντέτι σε επιτυχίες.

Στην τελευταία του ποιητική συλλογή Ο Κόσμος που Ανασαίνω», η θεματολογία του Μπενεντέτι περιστρέφεται στα γηρατειά και στην κακοφωνία της διεθνούς πολιτικής. Ο ίδιος, περιπαικτικά χαρακτήριζε την απαισιοδοξία του «πληροφορημένη αισιοδοξία» και διατράνωνε πως τα νιάτα είναι η ελπίδα του για το μέλλον.

Οι νέοι σε όλη τη Λατινική Αμερική ανταλλάσσουν στο Ίντερνετ τα ποιήματά του, κυρίως τα ερωτικά, με το Μην Κρατιέσαι», που προτρέπει στη ριψοκίνδυνη ζωή και τοΑς κάνουμε μία συμφωνία, έναν ύμνο στη φιλία, να εξακολουθούν να είναι τα πιο δημοφιλή.
Με το λευκό μουστάκι του και τα ολοστρόγγυλα φιλικά του μάτια, ο Μπενεντέτι παρέμεινε μία αγαπητή μορφή στην καθημερινή ζωή της Ουρουγουάης ώς τα βαθιά γηρατειά του.
Ο Μπενεντέτι, που μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Μαδρίτης και Μοντεβιδέο για να αποφεύγει τον χειμώνα λόγω του άσθματος από το οποίο έπασχε, την τελευταία διετία νοσηλεύτηκε συχνά με αναπνευστικά και εντερικά προβλήματα. Όπως τόνισε ο αδελφός του Ραούλ Μπενεντέτι σε τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο, τις τελευταίες εβδομάδες έδειχνε σημεία βελτίωσης και ο θάνατός του ήταν αναπάντεχος.






ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ



Γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού, το 1928. Γιος διπλωμάτη, πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αργεντινή και τη Χιλή. Αργότερα ακολούθησε κι ο ίδιος τη διπλωματική σταδιοδρομία. Υπήρξε πρεσβευτής του Μεξικού στη Γαλλία απ' το 1975 ως το 1977. Θεωρείται ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της σύγχρονης πεζογραφίας. Το 1977 του απονεμήθηκε το βραβείο Romulo Gallegos (η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση της Λατινικής Αμερικής) για το μυθιστόρημά του Terra Nostra, και, δέκα χρόνια αργότερα, το βραβείο Cervantes (η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση της Ισπανίας) για το συνολικό του έργο - ένα έργο εντυπωσιακό για τον όγκο του, αλλά και για τη συνεχή, από βιβλίο σε βιβλίο, ανανέωση των εκφραστικών μέσων. Ο Fuentes έχει γράψει μυθιστορήματα [Η πιο διάφανη ζώνη (1958), Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους (1962), Αλλαγή δέρματος (1967), Terra Nostra (1975), Το κεφάλι της ύδρας (1978), Ο γερο-Γκρίνγκο (1985), Κριστόμπαλ Νονάτο (1987) κ.ά.], συλλογές διηγημάτων [Το τραγούδι των τυφλών (1964), Κονστάντσια και άλλες ιστορίες για παρθένους (1989), Η πορτοκαλιά (1994) κ.ά.], κινηματογραφικά σενάρια, θεατρικά έργα και δοκίμια [Ο θαμμένος καθρέφτης (1992) κ.ά.].


http://vlepo.org/blog/katerina/pezografoi-latinikis-amerikis

Σχόλια