Η Συνείδηση της Σχιζοφρένειας



Της Κατερίνας Σαμψώνα

«Κοίταξε… όταν κοιμάμαι , θέλω να έχω τη συνείδησή μου καθαρή και το μυαλό μου να είναι στην θέση του. Υπήρξε καιρός που οι σκέψεις και οι ερινύες ούρλιαζαν μέσα στο μυαλό μου…. Τώρα όμως ξαπλώνω ήρεμος από δεσμεύσεις ψυχής αλλά και σώματος. Γιατί με κοιτάς έτσι ; Δε με πιστεύεις;»
Κάθισε απέναντί του , στο ίδιο τραπέζι … « Ξέρω τι σκέφτεσαι , ότι έχεις απέναντί σου ένα φαφλατά  που νομίζει ότι θα αλλάξει  τον κόσμο , έναν παράξενος της μεγάλης πόλης που πιστεύει ότι θα γίνει σωτήρας»  Άναψε  τσιγάρο και πέταξε νευρικά τον αναπτήρα στην άλλη άκρη του δωματίου   ΄΄ τους έδιωξα όλους από το μυαλό μου , κανείς δε μου μιλά πια…»
Σηκώθηκε και κάθισε στο πάτωμα σαν προσκυνητής έτοιμος να αναληφθεί ,  «τότε δεν είχα τη δύναμη , τώρα όμως … θα κοιμάμαι ήσυχα …» 3 τζούρες το τσιγάρο του και η γόπα παρακαταθήκη στην τρύπια τσέπη του. Τις μέρες της έλλειψης νικοτίνης η μυρωδιά και μόνο της γόπας  τον καθησύχαζε…. 
«Απλά περιμένω να τελειώσει το λάδι μου , για να πάω μισό βήμα πιο πέρα. Να σκορπίσω και εγώ μέσα στο χαλασμό του αέρα. Κουράστηκα βλέπεις να περπατώ και να σέρνω αναμνήσεις, σαν κουσούρι από κάποιο τραγικό ατύχημα. Δε θέλω να μαζεύω τα κουρέλια μου σε μια αγκαλιά και να γυρίζω από γωνιά σε γωνιά, προσπαθώντας να βρω εκείνη την ηλιαχτίδα που θα με κάνει να ελευθερωθώ από τα δεσμά της δυστυχίας και της μιζέριας.
Μη με πλησιάζεις , δεν χρειάζομαι ούτε τη συμπόνια σας , πόσο μάλλον το χάδι σας… έλα έλα γύρνα στη θέση σου , δε θέλω πολλές οικειότητες ,  η δική σου δουλειά είναι να ακούς και να κουνάς το κεφάλι σου πάνω , κάτω , πάνω , κάτω….Εγώ πάντως θα κοιμηθώ ήσυχος σήμερα…δεν υπάρχει κανείς εδώ …»
του έδειξε επιτακτικά το κεφάλι του. Ένα τσιγάρο αναμμένο στα χείλη του και άλλο ένα έπαιζε ανάμεσα στα δάκτυλά του.
Το βλέμμα του καρφώθηκε στο χερούλι της πόρτας , οι σκιές του χτυπούσαν , αλλά δεν έπρεπε να μπουν … σήμερα έπρεπε να κοιμηθεί, σήμερα η συνείδησή του έπρεπε να παραμείνει …συνειδητά… ελεύθερη.
Έκλεισε τα μάτια του και βρέθηκε μετέωρος ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Ήταν γλυκιά ηδονή η δημιουργία του δικού του υπαρκτού κόσμου. Και όλα αυτά … αποτέλεσμα  απόδρασης της λογικής στη δική του Ουτοπία.
Χωρίς πόνο , χωρίς φόβο , μόνο η αναζήτηση της λύτρωσης από τις σκιές , από τις Ερινύες που χρόνια τώρα τον καταδίωκαν. Συνοδοιπόροι , τα πολύχρωμα χάπια , χρωματικοί και χημικοί συνδυασμοί που τον ελευθέρωναν από κάθε δέσμευσή του με το παρόν.
Κατά βάθος , στο σκοτάδι της εξαθλιωμένης ψυχής του , μισούσε τους ανθρώπους , μισούσε τη λύπη και τον οίκτο που συναντούσε στα μάτια τους. Βρισκόταν σε εκείνο το μέρος γιατί οι σκιές είχαν εισβάλλει στη ζωή του από τότε που ήταν παιδί. Αυτές έφταιγαν για το κακό που προξένησε. «ξέρω ότι εγώ τις επέτρεψα να εισβάλλουν …» ρούφηξε με δύναμη το τσιγάρο του και απέμεινε να το παρατηρεί να πνίγεται στον ίδιο του τον καπνό. Κάπου ανάμεσα , τα μάτια του , τον κοιτούν με απόλυτη ευθύτητα.
« βέβαια , αν με ρωτούσες τώρα , θα το έκανα ξανά» το βλέμμα του σκοτείνιασε. Έχασε τη λάμψη της μάχης να παραμείνει στο ‘’εδώ’’
«δεν υπολογίζω τίποτα , γιατί απλά ξέρω ότι μπορώ να κάνω τα πάντα. Δεν είναι μόνο θέμα της παράνοιάς μου , έτσι δε λέτε τη δήθεν αρρώστιά μου; Είναι ευχαρίστηση για μένα να βλέπω την ψευδαίσθησή μου , να αναλαμβάνει όλα αυτά που εγώ φοβόμουν»
Σηκώθηκε όρθιος , μία ακόμα ρουφηξιά και η γόπα αυτή τη φορά προσγειώθηκε στα χαρτιά του ανθρώπου που είχε μπροστά του. Έβαλε το χέρι στο κεφάλι του « εδώ μέσα  υπάρχει μία ελευθερία που ποτέ δε θα καταλάβεις , γιατί κανένα βιβλίο δε μπορεί να σου την προσφέρει, πρέπει να την νιώσεις.» του ψιθύρισε την ώρα που έσκυβε από πίσω του και τα χέρια του περνούσαν γύρω από το λαιμό του. Ένα γλυκό μούδιασμα τον ακινητοποίησε. Ένα μικρό γυαλί διέγραψε  σύντομο ταξίδι  στο λαιμό του με προορισμό την καρωτίδα.

Σχόλια