της Κατερίνας Σαμψώνα
Αναθυμιάσεις, μόνο αυτό κατάλαβες όταν άνοιξες τα μάτια σου. Δεν ήξερες που βρισκόσουν, το μόνο που ήξερες ήταν ότι το στόμα σου ήταν ανύπαρκτο από το αλκοόλ. Εξατμίστηκε και αυτό μαζί με κάθε ζωντανό κύτταρο του εγκεφάλου σου. Προσπάθησες να ανοίξεις ξανά τα μάτια σου και αναγνώρισες απέναντί σου πεταμένο όπως και όπως το τζην σου.
Το κεφάλι σου βυθιζόταν στο μαξιλάρι, προσπαθούσες να θυμηθείς τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ… «βράδυ; Ναι…τώρα έχει φως, οπότε βράδυ…» σκόρπιοι συλλογισμοί.
Κάτω από τα σεντόνια ένιωσες τη γύμνια σου, ιδρώτας και ξεραμένο σπέρμα. Για μια στιγμή ένιωθες να αηδιάζεις, αλλά δεν ήταν κάτι καινούργιο. Έκλεισες με δύναμη τα μάτια σου και προσπάθησες να τα ανοίξεις ξανά. Η θολούρα δε λέει να φύγει.
Προσπάθησες να γυρίσεις πλευρό μήπως και το υγρό που είχες στο κεφάλι σου ισορροπήσει αλλά κάτι σε εμπόδιζε. Μια ξανθιά τούφα και ένα γυμνό πόδι ήταν απλωμένο δίπλα σου. Βούλιαξες με δύναμη το κεφάλι σου στο μαξιλάρι… «ποια είναι αυτή τώρα…;»
Κρέμασες τα πόδια σου παράλληλα με το κρεβάτι και προσπάθησες να αναστηλώσεις το λαιμό σου. Το ρολόι έδειχνε 13:00. υποβασταζόμενος από τον ίδιο σου τον εαυτό, πήγες στο μπάνιο. Το κρύο νερό θα έκανε τη δουλειά του.
Βγαίνοντας βρήκες την ξανθιά τούφα όρθια να κάθεται γυμνή μπροστά στο παράθυρο. Δεν θυμόσουν το όνομά της, η ανάμνηση όμως της χτεσινής νύχτας πριν χαθεί στα ποτήρια του τζιν σου, επιβεβαίωνε ότι ήταν στην διπλανή παρέα και σου χαμογελούσε… Τα υπόλοιπα είχαν πέσει στο κενό.
Σε ρώτησε αν θα πιείτε καφέ και της απάντησες ότι έπρεπε να φύγεις, ότι έχεις δουλειά και χάθηκες στην κουζίνα. Βγήκες μόνο όταν άκουσες την εξώπορτα να κλείνει και έμεινες μόνος.
Πήρες τον καφέ σου και κάθισες στην πολυθρόνα δίπλα στον υπολογιστή σου. Το τσιγάρο ήδη αναμμένο και η μουσική είχε σκορπίσει στο δωμάτιο …
“my soul is a weary and Beate down from all my misery…” ( Melody Gardot)
Τα πόδια σου κλώτσησαν δύο άδεια μπουκάλια τζιν.
Προσπάθησες να θυμηθείς κάτι από χτες το βράδυ « Τι διάολο… να μην έχεις κανένα συναίσθημα ηδονής;» γέλασες ειρωνικά με την φράση σου.
Εδώ και τρία χρόνια που είσαι μόνος, αρκετά ήταν να βράδια που κατέληγες στο σπίτι σου με κάποια που μετά δε θυμόσουν το όνομά της.
Δεν ήξερες, ακόμα βέβαια δεν ξέρεις. τι λάθος έκανες και η Έλλη έφυγε. Μαζί της πίστεψες ότι δε θα χρειαζόταν να νιώσεις ξανά μόνος. Σου άρεσαν οι αγκαλιές, τα φιλιά, αλλά όταν η Έλλη έφυγε η μοναξιά σου έγινε πιο επώδυνη γιατί είχες μάθει και εσύ το “μυστικό”.
Το κόκκινο φως που αναβόσβηνε στο κινητό σου, σου απέσπασε την προσοχή. Μήνυμα από εκείνο το κορίτσι, μια καλημέρα και ένα γενικό σχόλιο με πολλά θαυμαστικά, ήταν αρκετά για να χαράξουν ρυτίδες αμυδρού γέλιου, στις άκρες των ματιών σου.
Η “Rebekka Bakken” διέκοψε τη σκέψη σου “… I could be ready…”
Από το πουθενά, όσο και να έπαιξες μαζί της εκείνο το βράδυ, το χαμόγελό και το χιούμορ της σε αφόπλισαν. Πήγατε σπίτι σου αλλά σε έβαλε για ύπνο και έφυγε. Για μία ακόμα φορά, δε θυμώσουν τι είχε γίνει μέχρι τη στιγμή που είδες το σημείωμά της. Σου έγραφε το τηλέφωνό της και σου ζητούσε να την πάρεις όταν ξυπνήσεις για να δει αν είσαι καλά.
Ακόμα θυμάσαι, γιατί αυτό το θυμάσαι, το ειρωνικό της σχόλιο όταν απάντησε «ζεις…;» και το γέλιο της μετά. Έξι μήνες πέρασαν και ακόμα σε αποφεύγει. Βέβαια έχετε συναντηθεί, εσύ αγκαλιά, να χαζολογάς με διάφορες και εκείνη να σε καρφώνει με το βλέμμα της μπλεγμένο στους καπνούς από το τσιγάρο της.
Ήταν φανερό ότι σε ήθελε, αλλιώς δε θα επικοινωνούσε, δε θα ασχολιόταν, αλλά ταυτόχρονα τη φοβίζεις… Σε τι μονοπάτια θα έμπαινε; Το γέλιο της το είχε ανάγκη, το ίδιο και το χιούμορ της. Τα μάτια της όμως δεν μπορούσαν να φύγουν από πάνω σου, ούτε η ίδια ήξερε τι ήταν αυτό που την τράβηξε σε εσένα… Ήξερε όμως καλά ότι έπαιζε με την φωτιά.
Σηκώθηκες, είχε πάει 2,ήρθε η ώρα για το πρώτο τζιν της μέρας. Ένιωσες το λαιμό σου να καίει και τότε ήρθαν στο μυαλό σου τα λόγια που σου ψιθύριζε όταν σε έφερνε σπίτι εκείνο το βράδυ « κρίμα… να γίνεσαι λιώμα και να μην απολαμβάνεις τον έρωτα… άραγε πόσο καιρό έχεις να καταλάβεις ότι τελειώνεις, ότι χύνεις;» μέσα στις αναθυμιάσεις σου κατάλαβες ότι δεν είναι καλό αυτό που σου λέει και μισό διαλυμένος όπως ήσουν στο πίσω κάθισμα του ταξί, γύρισες και την κοίταξες, μεθυσμένος, θυμωμένος ή το αντίθετο;
« εντάξει, μη προσπαθείς να μου πεις τίποτα… ξέρω, ξέρω είσαι μεγάλος εραστής και κάνεις όλες τις γυναίκες να σπαρταράνε στα χέρια σου, έτσι δεν είναι; Εντάξει με έπεισες» μάταιο να της απαντήσεις
Τα μάτια της έλιωναν για σένα και εσύ βλαστημούσες την ώρα και την στιγμή που ήσουν λιώμα και δεν μπορούσες να ήσουν ανάμεσα στα πόδια της.
Σεξ με συναίσθημα, θα μπορούσε να γίνει έρωτας; «με τέτοιο βλέμμα και τέτοια ετοιμολογία… θα ήταν σχεδόν σίγουρο» σκέφτεσαι τώρα ακουμπώντας το ποτήρι με το τζιν στον πάγκο και παίρνοντας ξανά την κούπα με τον καφέ
«Γιατί αγχώνομαι; Την αποφεύγω και εγώ….δεν την έχω πάρει ούτε ένα τηλέφωνο…» γύρισε και κοίταξε το κινητό του «τι θα σκέφτεται για μένα, όλο λιώμα με βλέπει, μια φορά έχουμε μιλήσει νηφάλια…μετά την έχασα τη μπάλα» τα μάτια του κάρφωσαν το είδωλό του στον καθρέπτη απέναντί του. « ακόμα θυμάμαι το βλέμμα της ένα βράδυ, όταν έφυγα με μία που δεν είχε αφήσει τραπέζι για τραπέζι. Δεν ήταν βλέμμα ζήλειας, ούτε οίκτου…αλλά απορίας, του στυλ, που πάει…;»
Τελικά θυμάσαι; Ή όχι; Ξεχνάς ότι θέλεις… ή διαλέγεις αυτό που θέλεις για να θυμάσαι… και το αλκοόλ τι είναι; Εθισμός ή δικαιολογία;
«ρε γαμώτο, όλα είναι απλά, ένα ναι ή ένα όχι είναι»
Έξι μήνες τώρα σε χαιρετούσε από μακριά και 2 με 3 φορές το μήνα σου έστελνε sms, έτσι για να σου υπενθυμίσει ότι είναι εδώ, μια πόρτα ανοιχτή. Ούτε εσύ ξέρεις το γιατί, αλλά ούτε εκείνη γνώριζε το λόγο.
Απλά ο ίσκιος σου χόρεψε με τον δικό της… όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Πήρες το κινητό, μπήκες στο μενού και βρήκες το μήνυμά της. « Καλημέρα lover! Άντε βγες έξω!! Ήρθε η Άνοιξη λέμε!!!!»
Επεξεργασία… κλήση Στέλλα…
Είχε δημοσιευτεί στο http://www.onestory.gr/post/20365939253
Το είχα ξεχάσει...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου