Λιβάδια από ασφοδίλι, Βασίλης Δανέλλης, Συνέντευξη στη Κατερίνα Σαμψώνα


Λιβάδια από ασφοδίλι
      Βασίλης Δανέλλης
Εκδόσεις: Καστανιώτη
     
Συνέντευξη στη Κατερίνα Σαμψώνα

     Το βιβλίο του Βασίλη Δανέλλη θα μπορούσε να αφορά καθέναν από εμάς. Βαθιά ανθρώπινο, ξετυλίγει την πτώση του ήρωά του περιγράφοντάς μας όλα τα στάδια απογοήτευσης και απελπίσίας ενός άντρα, που μέσα σε λίγο διαστημα χάνει τα πάντα. Χωρίς να αναλύει τους λόγους της κρίσης, ο Βασίλης Δανέλλης στέκεται στις συνέπειές της στη ζωή των ανθρώπων. Καταλήγοντας , βέβαια στο ότι άνθρωπος κρύβει μέσα του μεγάλα αποθέματα δύναμης όταν πρόκειται, είτε την ψυχική είτε τη σωματική επιβίωσή του.  
                                                                                                                                                                                  




     Λιβάδια από ασφοδίλι. Ένα βιβλίο διαφορετικό από το προηγούμενο, (Μαύρη μπίρα, 2011). Πρόκειται για ένα διάλλειμα από τις αστυνομικές υποθέσεις ή ήταν επιτακτική ανάγκη να γράψετε για την κρίση, εκφράζοντας τις δικές σας ανησυχίες;
  
      Πράγματι, είναι διαφορετικά υπό την έννοια ότι η «Μαύρη μπίρα» έχει αστυνομική πλοκή. Παρόλα αυτά, τα δύο βιβλία έχουν συγγένεια, καθώς και στα δύο οι βασικοί χαρακτήρες είναι άνθρωποι του δρόμου που αγωνίζονται να επιβιώσουν και -κυρίως- να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους και να βρουν ισορροπία μέσα σε ένα αποσταθεροποιημένο περιβάλλον που αλλάζει δραματικά. Η «Μαύρη μπίρα» είναι γραμμένη στην αρχή της κρίσης και εκεί φαίνεται περισσότερο η ανησυχία μου να μιλήσω γι’ αυτή και να εντοπίσω τις συνέπειές της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωταγωνιστής κινείται συνέχεια μέσα στην πόλη και καταγράφει τις αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία, αλλά και στις υποδομές της πρωτεύουσας.
Στα «Λιβάδια από ασφοδίλι» το ταξίδι είναι εσωτερικό. Η οικονομική κρίση είναι απλώς η αφορμή και όχι ο βασικός προβληματισμός μου. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου θα μπορούσε να έχει βρεθεί στην ίδια θέση έπειτα από κάποια άλλη καταστροφή, ανθρώπινη ή φυσική, όπως είναι ένας πόλεμος, μια επιδημία, ένας σεισμός ή μια πυρκαγιά, και πάλι θα έπρεπε να βρει νέα κίνητρα, νέους τρόπους να επιβιώσει, θα αναγκαζόταν να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες και τους στόχους του. Γι’ αυτό αν προσέξατε, η λέξη «κρίση» δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο.
Γράφω όχι τόσο για να εκφράσω τις ανησυχίες μου όσο για να προσπαθήσω να κατανοήσω -και να υπερασπιστώ, αν μπορώ να το πω αυτό- εκείνους που η Ιστορία αγνοεί, τους «ηττημένους». Ο τίτλος του βιβλίου είναι ένα στίχος του Λορέντζου Μαβίλη από το ποίημά του «Λήθη» και αναφέρεται στους ασφόδελους λειμώνες, τον τόπο ανάμεσα στον Παράδεισο και την Κόλαση όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία «κόλλαγαν» οι ψυχές των ανθρώπων που δεν ήταν ούτε πολύ καλοί ούτε πολύ κακοί. Στα «Λιβάδια από ασφοδίλι» οι πρωταγωνιστές είναι άστεγοι, άνθρωποι που έχουν «κολλήσει» στο καθαρτήριο της ζωής, στα όρια της κοινωνίας, που ζουν δίπλα μας, αλλά προσπαθούμε να τους αποφύγουμε και να τους ξεχάσουμε αν είναι δυνατόν, γιατί τους φοβόμαστε. Και τους φοβόμαστε γιατί είναι άνθρωποι σαν εμάς, μέχρι χτες ήταν γείτονες και φίλοι μας, αύριο ενδεχομένως να βρίσκονται ανάμεσά τους περισσότεροι γείτονες και φίλοι μας ή ακόμα και εμείς οι ίδιοι.

       Παρακολουθούμε την κοινωνική, προσωπική και οικονομική πτώση του ήρωά σας, που καλείται να διαχειριστεί μόνος του τη κατηφόρα. Η κρίση πέρα από την εξαθλίωση, μήπως αποτελεί και ευκαιρία για τον κόσμο να ιεραρχήσει ξανά τις πραγματικές του ανάγκες;

Δεν είναι ευκαιρία, είναι εξαναγκασμός. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι πεφωτισμένος ήρωας, αλλά έκπτωτος. Ό,τι θεωρούσε δεδομένο κι αδιαπραγμάτευτο καταρρέει, το κρυστάλλινο παλάτι στο οποίο ζούσε, γίνεται θρύψαλα κι εκείνος σέρνεται βίαια σε μια σκληρή πραγματικότητα, στην οποία δεν ξέρει πώς να επιβιώνει.

Τις ανάγκες τις υπαγορεύουν οι συνθήκες στις οποίες ζούμε κι οι συνθήκες αλλάζουν, πολλές φορές απότομα και ριζικά. Τι γίνεται λοιπόν όταν έχουμε την ατυχία να ζούμε σε μια εποχή απότομων αλλαγών; Πώς μπορούμε να τις διαχειριστούμε και να βρούμε ισορροπία; Πραγματικά, δεν έχω μια συγκεκριμένη απάντηση. Μέσα από το βιβλίο αναζητώ κι εγώ –μαζί με τους ήρωές του κι ελπίζω και μαζί με τους αναγνώστες- απαντήσεις σ’ αυτά ακριβώς τα ερωτήματα. 



    "Η υποκρισία περίσσευε. Τι άλλο περίμεναν να δουν για να πάψουν να εκπλήσσονται; Δεν ένιωθε άσχημα που σκάλιζε τα σκουπίδια, ήταν κι ο ίδιος ένα κατοικίδιο που ξέμεινε στο δρόμο. Έτσι είναι τα αδέσποτα, τρώνε ό,τι βρουν για να επιβιώσουν". Η κοινωνία συμπεριφέρεται με υποκριτικό οίκτο απέναντι στους αστέγους, σαν να θέλει να ξορκίσει το κακό;

Σίγουρα υπάρχει υποκρισία. Σε αντίθεση με τον ήρωα του βιβλίου όμως, προσωπικά δεν είμαι τόσο αυστηρός με τους υποκριτές. Εκείνος βέβαια έχει τους λόγους του για να είναι θυμωμένος, εγώ νιώθω περισσότερο συμπόνια. Με την υποκρισία η κοινωνία προσπαθεί να ξορκίσει τους φόβους της, όχι το ίδιο το κακό. Όταν προσποιούμαστε όμως, δεν λύνουμε κανένα πρόβλημα, απλώς κάνουμε ότι δεν βλέπουμε ή ότι δεν καταλαβαίνουμε και ευχόμαστε από μέσα μας να τελειώσει το κακό πριν φτάσει και σε εμάς. Στη συνέχεια του αποσπάσματος που αναφέρετε, ο ήρωας σκέφτεται (για τους υποκριτές): «Όχι, δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους. Όλοι είχαν πέσει στον ίδιο λάκκο. Μόνο που τους βόλευε να θρηνούν τα θύματα, παρά να βάλουν το χέρι τους στο στόμα των θηρίων για να τους βοηθήσουν». Είναι μια στάση παθητική λοιπόν, η οποία τελικά οδηγεί στην καταστροφή και του ίδιου του υποκριτή. Εκτός βέβαια αν συμβεί κάποιο θαύμα, αλλά ποιος πιστεύει σήμερα σε θαύματα; Ρητορική η ερώτηση, γιατί δυστυχώς πολλοί ελπίζουν ακόμα σε «από… μηχανισμούς θεούς».

Ζείτε στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Κων/πόλη. Πως φτάνει η κρίση στους Έλληνες του εξωτερικού, πως την αντιλαμβάνονται;

Δεν θα μπορούσα να μιλήσω εξ’ ονόματος κάποιου άλλου, αλλά σίγουρα μπορώ να σας πω ότι εγώ τη βιώνω ακριβώς όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες. H κρίση εξάλλου δεν είναι μόνο ελληνική, ούτε μόνο οικονομική. Είναι συστημική και παγκόσμια. Σε κάθε χώρα, σε κάθε περιοχή εκδηλώνεται με άλλον τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό, αλλά υπάρχει παντού. Πίσω από τα τοπικά προβλήματα, υπάρχουν βαθύτερες αιτίες. Μόνο συλλογικά και συντονισμένα μπορούν να αντιμετωπιστούν, πριν γιγαντωθούν και είναι πλέον πολύ αργά.  Αυτό συνδέεται και με την προηγούμενη ερώτησή σας για τον υποκριτικό οίκτο. Δεν συμπεριφέρονται μόνο οι κοινωνίες με αυτόν τον τρόπο, αλλά και οι θεσμοί και τα κράτη και μάλιστα πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους.


    Πιστεύετε ότι η κρίση θα αφήσει πίσω της λογοτεχνικά έργα που θα έχουν συμβάλλει στην ελάχιστη αφύπνιση του κόσμου;


Είναι πολύ νωρίς για να πούμε κάτι τέτοιο. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μέσα, ίσως και στην αρχή ακόμα, της κρίσης. Νομίζω ότι η επόμενη γενιά θα μπορέσει να κρίνει την ποιότητα και το «βάρος» της σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής. Γενικότερα πάντως, είμαι της άποψης ότι η λογοτεχνία οφείλει να είναι φιλόδοξη και τολμηρή, να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα και να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο. Και αυτό κάνει συνήθως, αλλά σε εποχές χωρίς μεγάλα διλήμματα και υπαρξιακά αδιέξοδα, η υπέρβαση είναι πιο δύσκολη. Τα περισσότερα μεγάλα λογοτεχνικά έργα έχουν γεννηθεί σε δύσκολες περιόδους της Ιστορίας. Είναι λογικό. Μια ουτοπική κοινωνία δύσκολα θα γεννούσε μεγάλη λογοτεχνία.  

  Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
Αν ισχύει αυτό που έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ: «Η βάση της αισιοδοξίας είναι ο τρόμος», τότε ναι, είμαι αισιόδοξος. Αισιοδοξώ ότι οι δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε, θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Αυτό είναι το μοναδικό θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούμε να χτίσουμε. Ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος ακόμα κι όταν έχει ηττηθεί.










Ο Βασίλης Δανέλλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2009 ζει στην Κωνσταντινούπολη. Είναι δημοσιογράφος και έχει δουλέψει σε εφημερίδες, σε περιοδικά και στο ραδιόφωνο. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα Μαύρη μπίρα, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Έχει γράψει επίσης διηγήματα για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Κλέφτες & Αστυνόμοι στον 902» και για τους συλλογικούς τόμους: Κλέφτες και αστυνόμοι (2013), Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012) Ελληνικά εγκλήματα 3 και 4 (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009 και 2011) και Είσοδος Κινδύνου (2011). Είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας).




















Σχόλια